17 Έτρεμε ολόκληρος από το φόβο του, κι όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν τη θλίψη του.
18 Ο κόσμος ξεχύνονταν κατά κοπάδια στους δρόμους από τα σπίτια τους και ενώνονταν σε πάνδημη ικεσία να μη μιανθεί ο ναός.
19 Οι γυναίκες ζωσμένες πένθιμες ποδιές γέμιζαν τους δρόμους. Οι παρθένες, που δεν επιτρεπόταν να βγουν έξω, έτρεχαν άλλες στις πύλες και άλλες πάνω στα τείχη, ενώ άλλες έβγαιναν και κοιτούσαν από τα παράθυρα.
20 Όλες όμως είχαν σηκωμένα ψηλά τα χέρια και προσεύχονταν στο Θεό του ουρανού.
21 Ήταν θλιβερό το θέαμα της παλλαϊκής αυτής γονυκλισίας και του αρχιερέα, που ήταν γεμάτος φόβο και αγωνία.
22 Ενώ όλοι παρακαλούσαν τον παντοδύναμο Θεό να διαφυλάξει σώα και αβλαβή τα χρήματα που οι άνθρωποι τα είχαν εμπιστευθεί στην προστασία του,
23 ο Ηλιόδωρος άρχισε να εκτελεί τη διαταγή του βασιλιά.