Β΄ Μακκαβαιων 4:32-38 TGVD

32 Ο Μενέλαος θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία· έκλεψε χρυσά σκεύη από το ναό και δώρισε μερικά στον Ανδρόνικο, ενώ άλλα τα πούλησε στην Τύρο και στις γύρω πόλεις.

33 Όταν ο Ονίας τα έμαθε όλα αυτά με κάθε λεπτομέρεια, κατηγόρησε δημόσια το Μενέλαο και μετά κατέφυγε σ’ έναν ιερό τόπο στη Δάφνη, κοντά στην Αντιόχεια.

34 Ο Μενέλαος τότε με κάθε μυστικότητα παρότρυνε τον Ανδρόνικο να φονεύσει τον Ονία. Αυτός πείσθηκε· πήγε και βρήκε τον Ονία, και του υποσχέθηκε με όρκο δήθεν την ασφάλειά του, δίνοντάς του κιόλας το δεξί του χέρι. Ο Ονίας, αν και τον υποπτευόταν, ξεγελάστηκε και βγήκε από το άσυλο του ιερού τόπου. Αμέσως τότε ο Ανδρόνικος τον συνέλαβε και τον έκλεισε στη φυλακή, κατά παράβαση των κανόνων δικαίου.

35 Για την πράξη αυτή, δηλαδή την άδικη εκτέλεση του Ονία, συγκλονίστηκαν και αγανάκτησαν όχι μόνο οι Ιουδαίοι αλλά και πολλοί από τα άλλα έθνη.

36 Όταν επέστρεψε ο βασιλιάς από τα μέρη της Κιλικίας, οι Ιουδαίοι της Αντιόχειας και ορισμένοι Έλληνες που ήταν αντίθετοι σ’ αυτό το αδίκημα, του παραπονέθηκαν για τον Ονία που φονεύθηκε χωρίς λόγο.

37 Ο Αντίοχος λυπήθηκε βαθιά, συγκινήθηκε και έκλαψε, γιατί ο νεκρός Ονίας ήταν άνθρωπος συνετός και μετρημένος στη ζωή του.

38 Γεμάτος θυμό αφαίρεσε από τον Ανδρόνικο την πορφύρα και του έσκισε τα ρούχα. Κι αφού τον διαπόμπευσε σ’ όλη την πόλη, μέχρι τον τόπο όπου είχε διαπράξει τη δολοφονία εναντίον του Ονία, σκότωσε στο ίδιο μέρος τον αιμοσταγή δολοφόνο. Έτσι ο Κύριος ανταπέδωσε στον Ανδρόνικο την τιμωρία που του άξιζε.