Β΄ Μακκαβαιων 4:37-43 TGVD

37 Ο Αντίοχος λυπήθηκε βαθιά, συγκινήθηκε και έκλαψε, γιατί ο νεκρός Ονίας ήταν άνθρωπος συνετός και μετρημένος στη ζωή του.

38 Γεμάτος θυμό αφαίρεσε από τον Ανδρόνικο την πορφύρα και του έσκισε τα ρούχα. Κι αφού τον διαπόμπευσε σ’ όλη την πόλη, μέχρι τον τόπο όπου είχε διαπράξει τη δολοφονία εναντίον του Ονία, σκότωσε στο ίδιο μέρος τον αιμοσταγή δολοφόνο. Έτσι ο Κύριος ανταπέδωσε στον Ανδρόνικο την τιμωρία που του άξιζε.

39 Στο μεταξύ είχαν γίνει πολλές ιεροσυλίες στην πόλη από το Λυσίμαχο με τη συγκατάθεση και του Μενέλαου, κι όλα αυτά είχαν μαθευτεί προς τα έξω· επίσης πολλά χρυσά σκεύη είχαν διασκορπιστεί. Τότε ο λαός συγκεντρώθηκε για να διαμαρτυρηθεί εναντίον του Λυσίμαχου.

40 Επειδή λοιπόν τα πλήθη είχαν ξεσηκωθεί κι ήταν οργισμένοι, ο Λυσίμαχος όπλισε τρεις χιλιάδες περίπου άντρες κι άρχισε πρώτος να επιτίθεται στα πλήθη με αρχηγό κάποιον Αυρανό, που ήταν γέρος και, το χειρότερο, ανόητος.

41 Όταν τα πλήθη αντιλήφθηκαν την επίθεση του Λυσίμαχου, άρπαξαν άλλοι πέτρες, άλλοι χοντρά ρόπαλα κι άλλοι στάχτες από το θυσιαστήριο κι ανάμικτα τα έριχναν ενάντια στο Λυσίμαχο και στους άντρες του.

42 Πολλούς απ’ αυτούς τους τραυμάτισαν, άλλους τους λυντσάρισαν κι άλλους τους έτρεψαν σε φυγή. Και τον ίδιο τον ιερόσυλο Λυσίμαχο τον σκότωσαν κοντά στο θησαυροφυλάκιο του ναού.

43 Για όλα αυτά ο Μενέλαος οδηγήθηκε σε δίκη.