Β΄ Μακκαβαιων 5:3-9 TGVD

3 και ίλες ιππικού. Η μία ορμούσε εναντίον της άλλης, ασπίδες και πλήθος δόρατα σείονταν, τραβούσαν σπαθιά κι έριχναν βέλη, και λαμπύριζαν στον ήλιο οι θώρακές τους και τα χρυσά στολίδια των αλόγων.

4 Κι όλοι παρακαλούσαν τα οράματα αυτά να καταλήξουν σε καλό.

5 Όταν διαδόθηκε η ψευδής φήμη πως ο Αντίοχος είχε πεθάνει, ο Ιάσονας συγκέντρωσε πάνω από χίλιους άντρες και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον της Ιερουσαλήμ. Οι υπερασπιστές της πάνω στα τείχη απωθήθηκαν και η πόλη τελικά κυριεύτηκε. Τότε ο Μενέλαος κατέφυγε στην ακρόπολη.

6 Ο Ιάσονας έσφαζε αλύπητα τους ίδιους του τους συμπολίτες, με τη συναίσθηση ότι κατατρόπωνε εχθρούς και όχι συμπατριώτες του. Δεν καταλάβαινε ότι οποιαδήποτε επιτυχία του σε βάρος του λαού του θα ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία γι’ αυτόν.

7 Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να πάρει στα χέρια του την εξουσία, και το αποτέλεσμα της συνωμοσίας του ήταν να καταντροπιαστεί: Υποχρεώθηκε να καταφύγει πάλι εξόριστος στην περιοχή των Αμμωνιτών, όπου είχε κακό τέλος.

8 Τον κατηγόρησαν στον Αρέτα, βασιλιά των Αράβων κι αναγκάστηκε να φεύγει από πόλη σε πόλη. Όλοι τον κυνηγούσαν και τον μισούσαν, γιατί ήταν παραβάτης των νόμων, και τον περιφρονούσαν γιατί ήταν φονιάς των συμπατριωτών του. Τελικά κατέφυγε στην Αίγυπτο

9 κι ύστερα στους Λακεδαιμόνιους, πιστεύοντας πως θα έβρισκε καταφύγιο σ’ αυτούς, που ήταν συγγενικός λαός με τους Ιουδαίους. Έτσι, αυτός που είχε διώξει πολλούς από την πατρίδα του, πέθανε σε ξένη χώρα.