6 Ο Ιάσονας έσφαζε αλύπητα τους ίδιους του τους συμπολίτες, με τη συναίσθηση ότι κατατρόπωνε εχθρούς και όχι συμπατριώτες του. Δεν καταλάβαινε ότι οποιαδήποτε επιτυχία του σε βάρος του λαού του θα ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία γι’ αυτόν.
7 Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να πάρει στα χέρια του την εξουσία, και το αποτέλεσμα της συνωμοσίας του ήταν να καταντροπιαστεί: Υποχρεώθηκε να καταφύγει πάλι εξόριστος στην περιοχή των Αμμωνιτών, όπου είχε κακό τέλος.
8 Τον κατηγόρησαν στον Αρέτα, βασιλιά των Αράβων κι αναγκάστηκε να φεύγει από πόλη σε πόλη. Όλοι τον κυνηγούσαν και τον μισούσαν, γιατί ήταν παραβάτης των νόμων, και τον περιφρονούσαν γιατί ήταν φονιάς των συμπατριωτών του. Τελικά κατέφυγε στην Αίγυπτο
9 κι ύστερα στους Λακεδαιμόνιους, πιστεύοντας πως θα έβρισκε καταφύγιο σ’ αυτούς, που ήταν συγγενικός λαός με τους Ιουδαίους. Έτσι, αυτός που είχε διώξει πολλούς από την πατρίδα του, πέθανε σε ξένη χώρα.
10 Αυτός που είχε φονεύσει πλήθος ανθρώπων και είχε παραπετάξει άθαφτα τα πτώματά τους, δεν είχε κανένα να τον κλάψει· καμιά νεκρώσιμη τελετή δεν του έκαναν, ούτε βρήκε τόπο να θαφτεί μαζί με τους προγόνους του.
11 Όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε αυτά που είχαν συμβεί στην Ιερουσαλήμ, νόμισε πως επαναστάτησε ολόκληρη η Ιουδαία. Γεμάτος θυμό, λοιπόν, σαν άγριο θηρίο ξεκίνησε από την Αίγυπτο και κατέλαβε με έφοδο την Ιερουσαλήμ.
12 Διέταξε τους στρατιώτες του να χτυπούν αλύπητα όσους έβρισκαν μπροστά τους και να σφάζουν όσους ανέβαιναν στις στέγες των σπιτιών για να κρυφτούν.