9 κι ύστερα στους Λακεδαιμόνιους, πιστεύοντας πως θα έβρισκε καταφύγιο σ’ αυτούς, που ήταν συγγενικός λαός με τους Ιουδαίους. Έτσι, αυτός που είχε διώξει πολλούς από την πατρίδα του, πέθανε σε ξένη χώρα.
10 Αυτός που είχε φονεύσει πλήθος ανθρώπων και είχε παραπετάξει άθαφτα τα πτώματά τους, δεν είχε κανένα να τον κλάψει· καμιά νεκρώσιμη τελετή δεν του έκαναν, ούτε βρήκε τόπο να θαφτεί μαζί με τους προγόνους του.
11 Όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε αυτά που είχαν συμβεί στην Ιερουσαλήμ, νόμισε πως επαναστάτησε ολόκληρη η Ιουδαία. Γεμάτος θυμό, λοιπόν, σαν άγριο θηρίο ξεκίνησε από την Αίγυπτο και κατέλαβε με έφοδο την Ιερουσαλήμ.
12 Διέταξε τους στρατιώτες του να χτυπούν αλύπητα όσους έβρισκαν μπροστά τους και να σφάζουν όσους ανέβαιναν στις στέγες των σπιτιών για να κρυφτούν.
13 Έτσι σκοτώθηκαν νέοι και γέροι, εξολοθρεύτηκαν άντρες, γυναίκες και παιδιά, παραδόθηκαν στη σφαγή παρθένες και βρέφη.
14 Μέσα σε τρεις μέρες καταστράφηκαν ογδόντα χιλιάδες κόσμος· σαράντα χιλιάδες σφάχτηκαν κατά τη σύγκρουση κι ακόμα περισσότεροι πουλήθηκαν σκλάβοι.
15 Ο Αντίοχος όμως δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτά. Τόλμησε να μπει στον αγιότατο ναό όλης της γης, και με οδηγό το Μενέλαο, που είχε προδώσει τη θρησκεία του και την πατρίδα του,