Β΄ Μακκαβαιων 7:19-25 TGVD

19 Μη νομίζεις, όμως, ότι εσύ θα γλιτώσεις τώρα που τόλμησες να τα βάλεις με το Θεό».

20 Η μάνα ήταν η πιο αξιοθαύμαστη απ’ όλους και αξιομνημόνευτη. Ενώ έβλεπε τα εφτά παιδιά της να χάνονται μέσα σε μία μέρα, εν τούτοις έδειχνε καρτερία, που την αντλούσε από την ελπίδα της στον Κύριο.

21 Γεμάτη γενναιότητα τα ενθάρρυνε ένα ένα στη μητρική τους γλώσσα. Με τη γυναικεία της ευαισθησία συνδυασμένη με αντρίκιο θάρρος τούς έλεγε:

22 «Εγώ δεν μπορώ να ξέρω πώς βρεθήκατε μέσα στην κοιλιά μου. Δε σας χάρισα εγώ τη ζωή ούτε εγώ διαμόρφωσα τα μέλη του σώματός σας.

23 Ο δημιουργός του σύμπαντος τα έκανε όλα αυτά. Αυτός είναι που έπλασε το ανθρώπινο γένος και έφερε τα πάντα στην ύπαρξη. Αυτός με την ευσπλαχνία του θα σας ξαναδώσει τη ζωή, επειδή τώρα εσείς την περιφρονείτε για χάρη των νόμων του».

24 Όμως ο βασιλιάς Αντίοχος πίστευε πως η γυναίκα τον κορόιδευε και ήθελε να τον προσβάλει με τα λόγια της. Έτσι κι αυτός πρότρεπε το νεότερο αδερφό, όσο ακόμα ήταν ζωντανός, και τον διαβεβαίωνε μάλιστα με όρκους ότι αν απαρνιόταν τους νόμους των προγόνων του θα τον έκανε πλούσιο και ευτυχισμένο, θα του απένειμε τον τίτλο «φίλος του βασιλιά» και θα του ανέθετε κάποιο υψηλό αξίωμα.

25 Ο νέος όμως δεν έδινε σημασία σε τίποτε απ’ αυτά. Γι’ αυτό ο βασιλιάς κάλεσε τη μητέρα και την πρότρεπε να συμβουλέψει το παιδί της, για να το σώσει.