Β΄ Μακκαβαιων 7:2-8 TGVD

2 Τότε ένα από τα αδέρφια μίλησε εξ ονόματος όλων και είπε: «Τι περιμένεις, βασιλιά, να μάθεις από μας με τις ερωτήσεις σου; Εμείς είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε παρά να παραβούμε τους νόμους των προγόνων μας».

3 Τότε ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε να πυρακτώσουν τηγάνια και καζάνια.

4 Όταν αυτά πυρακτώθηκαν, διέταξε αμέσως να κόψουν μπροστά στη μάνα του και στα έξι αδέρφια του τη γλώσσα αυτού που αντιμίλησε· ακόμη διέταξε να του βγάλουν το δέρμα του κεφαλιού του και να του κόψουν τα άκρα.

5 Όταν τον αχρήστεψαν εντελώς, ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν ζωντανό ακόμα στη φωτιά και να τον τηγανίσουν. Κι ενώ ο καπνός του τηγανιού απλωνόταν τριγύρω σε μεγάλη απόσταση, τα παιδιά μαζί με τη μάνα τους ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο να υπομείνουν με γενναιότητα το θάνατο, κι έλεγαν:

6 «Ο Κύριος ο Θεός μάς βλέπει και σίγουρα θα μας σπλαχνιστεί, όπως διακήρυξε κι ο Μωυσής στην ωδή του μπροστά στους Ισραηλίτες, ότι “τους δούλους του θα τους σπλαχνιστεί”».

7 Όταν ο πρώτος αδερφός πέθανε μ’ αυτό τον τρόπο, οι στρατιώτες έφεραν τον δεύτερο για να τον εμπαίξουν. Του ξερίζωσαν το δέρμα του κεφαλιού του μαζί με το τρίχωμα και τον ρωτούσαν: «Θα φας ή όχι πριν σε βασανίσουμε σε κάθε μέλος του σώματός σου;»

8 Εκείνος απαντούσε στη μητρική του γλώσσα και έλεγε: «Όχι!» Έτσι υπέφερε κι αυτός τα ίδια βασανιστήρια όπως και ο πρώτος.