1 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος και οι άντρες του έμπαιναν κρυφά στις πόλεις και συγκέντρωναν όσους συγγενείς τους είχαν μείνει πιστοί στον Ιουδαϊσμό, περίπου έξι χιλιάδες άτομα.
2 Παρακαλούσαν τον Κύριο να ρίξει ένα σπλαχνικό βλέμμα στο λαό του, που όλοι τον κακομεταχειρίζονταν και να λυπηθεί το ναό του, που είχε μιανθεί από τους ασεβείς.
3 Του ζητούσαν να δείξει το έλεός του και στην Ιερουσαλήμ, που καταστρεφόταν κι επρόκειτο να ισοπεδωθεί, και ν’ ακούσει το αίμα των αδικοσκοτωμένων, που βοούσε δυνατά προς αυτόν.
4 Επίσης τον παρακαλούσαν να μη λησμονήσει να εκδικηθεί τους κακούς για τον παράνομο εξολοθρεμό των αθώων βρεφών και για τις βλασφημίες που εκτόξευαν εναντίον του Θεού.
5 Ο Μακκαβαίος οργανώθηκε, έτσι που να μην μπορούν να τον νικήσουν οι ειδωλολάτρες, γιατί η οργή του Θεού είχε πια μεταβληθεί σε ευσπλαχνία.
6 Έμπαινε αιφνιδιαστικά σε πόλεις και χωριά και τα έκαιγε. Καταλάμβανε καίρια σημεία, νικούσε τους εχθρούς και τους κατατρόπωνε.