Β΄ Μακκαβαιων 9:4-10 TGVD

4 Κυριεύτηκε τότε από θυμό και θεώρησε πως είχε βρει την ευκαιρία να κάνει τους Ιουδαίους να πληρώσουν για τη ζημιά που του είχαν κάνει οι Πέρσες, όταν τον έτρεψαν σε φυγή. Διέταξε λοιπόν τον αρματηλάτη του να μη σταματήσει, ώσπου να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ. Έλεγε με μεγάλη υπερηφάνεια: «Θα πάω στην Ιερουσαλήμ και θα την κάνω ένα απέραντο νεκροταφείο γεμάτο Ιουδαίους».Συγχρόνως όμως τον ακολουθούσε η θεία κρίση.

5 Ο παντογνώστης Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, τον χτύπησε με μια κρυφή κι αθεράπευτη αρρώστια, γιατί αμέσως μόλις τελείωσε τα λόγια του, τον έπιασαν ισχυροί εντερικοί πόνοι, που τον συντάραζαν εσωτερικά.

6 Γι’ αυτόν που είχε βασανίσει τους άλλους με πολλές και ασυνήθιστες ταλαιπωρίες, ήταν η δίκαιη τιμωρία του.

7 Αυτός όμως παρ’ όλα αυτά δεν άφηνε την υπεροψία του. Αντίθετα, εξοργισμένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά και πνέοντας μένεα εναντίον των Ιουδαίων, διέταξε να επιταχυνθεί κι άλλο η πορεία. Αποτέλεσμα ήταν να πέσει από την άμαξα, που έτρεχε με ορμή και η πτώση του ήταν τέτοια, που όλα τα μέλη του σώματός του εξαρθρώθηκαν.

8 Με την υπερβολική του υπερηφάνεια νόμιζε πως μπορούσε να διατάζει τα κύματα της θάλασσας ή να ζυγίζει στην πλάστιγγα τα ψηλά βουνά. Τώρα ήταν πεσμένος στη γη κι έπρεπε να μεταφερθεί με φορείο. Έτσι έκανε σ’ όλους φανερή τη δύναμη του Θεού.

9 Από το σώμα αυτού του ασεβή βγήκαν σκουλήκια· ενώ ακόμα ζούσε μέσα στα βάσανα και στους πόνους, οι σάρκες του έπεφταν από πάνω του, κι από τη βρώμα του σάπιου κρέατος όλος ο στρατός είχε αηδιάσει.

10 Αυτόν, που μόλις πριν από λίγο νόμιζε πως θα έπιανε τα άστρα του ουρανού, τώρα κανένας δεν μπορούσε να τον μεταφέρει από την αποκρουστική βρώμα του.