Γ΄ Μακκαβαιων 5:10-18 TGVD

10 Ο Έρμωνας πότισε τους άγριους ελέφαντες με μεγάλη δόση κρασί και λιβάνι ώστε να μεθύσουν και παρουσιάστηκε στα ανάκτορα πολύ πρωί, για να αναφέρει σχετικά στο βασιλιά.

11-12 Ο Κύριος όμως, που από τα παλιά χρόνια χορηγεί σ’ αυτούς που θέλει, νύχτα και μέρα, το ύψιστο αγαθό, δηλαδή τον ύπνο, έδωσε και στο βασιλιά να καταληφθεί από έναν γλυκό και βαθύ ύπνο κι έτσι απέτυχε πλήρως στο παράνομο σχέδιό του και αποπροσανατολίστηκε τελείως η πεισματική σκέψη του.

13 Οι Ιουδαίοι αφού διέφυγαν το θάνατο την ώρα που είχε οριστεί, δοξολογούσαν τον άγιο και σπλαχνικό Θεό τους που είχε δείξει στα υπερήφανα έθνη την ακαταμάχητη δύναμή του.

14 Τη δέκατη ώρα περίπου, αυτός που είχε ορισθεί για τις προσκλήσεις, βλέποντας τους καλεσμένους συγκεντρωμένους, στο στάδιο, πλησίασε και σκούντησε το βασιλιά να σηκωθεί.

15-16 Τον ξύπνησε με δυσκολία και τον πληροφόρησε ότι ο χρόνος για το συμπόσιο είχε πια περάσει. Ο βασιλιάς συλλογίστηκε όλες τις εξηγήσεις που του έδωσε ο υπεύθυνος, αλλά μετά άρχισε πάλι να πίνει και διέταξε τους καλεσμένους να καθίσουν μαζί του.

17 Όταν κάθισαν όλοι, τους πρότρεπε να απολαύσουν το πλούσιο φαγητό και να διασκεδάσουν, αφού συμμετείχαν σ’ ένα τόσο τιμητικό γι’ αυτούς συμπόσιο.

18 Κι ενώ η διασκέδαση προχωρούσε, ο βασιλιάς κάλεσε τον Έρμωνα και απειλώντας τον αυστηρά ζητούσε να μάθει για ποιο λόγο είχε αφήσει τους Ιουδαίους εκείνη την ημέρα να ζουν.