Γ΄ Μακκαβαιων 7:10-16 TGVD

10 Όταν πήραν οι Ιουδαίοι την επιστολή αυτή, δε βιάστηκαν αμέσως να ετοιμαστούν να φύγουν αλλά ζήτησαν από το βασιλιά να τους επιτρέψει να τιμωρήσουν όπως έπρεπε εκείνους από τους συμπατριώτες τους Ιουδαίους, που χωρίς κανείς να τους υποχρεώσει, είχαν εγκαταλείψει τον άγιο Θεό και είχαν παραβεί το νόμο του.

11 Επισήμαναν επίσης στο βασιλιά ότι εκείνοι που είχαν παραβεί τις θείες εντολές για χάρη της καλοπέρασής τους, δεν επρόκειτο να χειρισθούν καλά ούτε του βασιλιά τις υποθέσεις.

12 Ο βασιλιάς πίστεψε ότι του έλεγαν την αλήθεια κι αφού τους απηύθυνε διάφορες φιλοφρονήσεις, τούς έδωσε την άδεια να φονεύουν ελεύθερα σε όλη την επικράτεια και χωρίς καμιά ειδική διαταγή ή ενημέρωσή του, όλους όσοι είχαν παραβεί το νόμο του Θεού.

13 Τότε αυτοί εγκωμίασαν κατά πώς έπρεπε το βασιλιά· οι ιερείς τους και όλος ο λαός αναφώνησαν: «Αλληλούια!» Και αναχώρησαν από το παλάτι πανευτυχείς.

14 Οι Ιουδαίοι άρχισαν να τιμωρούν με παραδειγματική σκληρότητα φονεύοντας κάθε ομοεθνή τους που συναντούσαν στο δρόμο και είχε μιανθεί.

15 Την ημέρα εκείνη φόνευσαν πάνω από τριακόσους άνδρες και πανηγύρισαν από τη χαρά τους, γιατί είχαν εξολοθρεύσει τους βέβηλους.

16 Αυτοί όμως που είχαν μείνει πιστοί στο Θεό μέχρι θανάτου, απόλαυσαν πλήρη σωτηρία και αναχώρησαν από την πόλη στεφανωμένοι με διάφορα ευώδη λουλούδια, ευχαριστώντας με χαρούμενες φωνές και δοξολογώντας με μελωδικούς ύμνους το Θεό των προγόνων τους, τον αιώνιο σωτήρα του ισραηλιτικού λαού.