Γ΄ Μακκαβαιων 7:7-13 TGVD

7 Σκέφτηκα τη σταθερή φιλία που έχουν προς εμάς και τη συμπάθειά τους για τους προγόνους μας, και δίκαια τους απάλλαξα από κάθε κατηγορία, από οποιονδήποτε κι αν προερχόταν.

8 Έτσι διατάζω καθέναν από σας να τους αφήσετε να επιστρέψουν όλοι στα σπίτια τους και κανένας πουθενά και με κανένα τρόπο να μην τους βλάψει ή να τους χλευάσει για τα αδικαιολόγητα παθήματά τους.

9 Και να έχετε υπόψη σας ότι αν κάνουμε κάτι κακό εναντίον τους ή γενικά τους στενοχωρήσουμε, θα έχουμε εχθρό απέναντί μας όχι κάποιον άνθρωπο αλλά τον ύψιστο Θεό. Αυτός υπερισχύει πάνω από κάθε δύναμη και οπωσδήποτε θα μας εκδικείται στον αιώνα γι’ αυτά που κάναμε.»Να είστε καλά!»

10 Όταν πήραν οι Ιουδαίοι την επιστολή αυτή, δε βιάστηκαν αμέσως να ετοιμαστούν να φύγουν αλλά ζήτησαν από το βασιλιά να τους επιτρέψει να τιμωρήσουν όπως έπρεπε εκείνους από τους συμπατριώτες τους Ιουδαίους, που χωρίς κανείς να τους υποχρεώσει, είχαν εγκαταλείψει τον άγιο Θεό και είχαν παραβεί το νόμο του.

11 Επισήμαναν επίσης στο βασιλιά ότι εκείνοι που είχαν παραβεί τις θείες εντολές για χάρη της καλοπέρασής τους, δεν επρόκειτο να χειρισθούν καλά ούτε του βασιλιά τις υποθέσεις.

12 Ο βασιλιάς πίστεψε ότι του έλεγαν την αλήθεια κι αφού τους απηύθυνε διάφορες φιλοφρονήσεις, τούς έδωσε την άδεια να φονεύουν ελεύθερα σε όλη την επικράτεια και χωρίς καμιά ειδική διαταγή ή ενημέρωσή του, όλους όσοι είχαν παραβεί το νόμο του Θεού.

13 Τότε αυτοί εγκωμίασαν κατά πώς έπρεπε το βασιλιά· οι ιερείς τους και όλος ο λαός αναφώνησαν: «Αλληλούια!» Και αναχώρησαν από το παλάτι πανευτυχείς.