Τωβιτ 1:16-21 TGVD

16 Την εποχή όμως του Ενεμεσσάρου έκανα πολλές αγαθοεργίες προς τους συμπατριώτες μου Ισραηλίτες.

17 Μοιραζόμουν το φαγητό μου με τους πεινασμένους κι έδινα τα ρούχα μου στους φτωχούς· κι αν έβλεπα κανέναν από τους συμπατριώτες μου να έχει πεθάνει και να τον έχουν ρίξει έξω από τα τείχη της Νινευή, τον έθαβα.

18 Επίσης έθαβα κρυφά όποιον σκότωνε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ –γιατί πολλούς είχε σκοτώσει πάνω στο θυμό του– όταν επέστρεφε φεύγοντας από την Ιουδαία. Ο βασιλιάς αναζητούσε τα πτώματα, αλλά δεν τα εύρισκε.

19 Κάποιος όμως από τους κατοίκους της Νινευή πήγε στο βασιλιά και του φανέρωσε ότι εγώ τους έθαβα· τότε πήγα και κρύφτηκα. Κι επειδή κατάλαβα ότι με καταζητούσαν για να με σκοτώσουν, φοβήθηκα και έφυγα από τη χώρα.

20 Τότε άρπαξαν όλα μου τα υπάρχοντα και δε μου ’μεινε τίποτα, εκτός από τη γυναίκα μου την Άννα, και το γιο μου τον Τωβία.

21 Δεν πέρασαν πενήντα μέρες και σκότωσαν το βασιλιά οι δυο του γιοι κι έφυγαν στα βουνά Αραράτ. Στη θέση του βασίλεψε ο γιος του ο Σαχερδονός. Αυτός τοποθέτησε τον Αχιάχαρο, γιο του αδερφού μου Αναήλ, γενικό υπεύθυνο για τα οικονομικά του βασιλείου του και για τη διοίκηση.