Τωβιτ 1:8-14 TGVD

8 Το τρίτο δέκατο το έδινα σ’ εκείνους που το δικαιούνταν, όπως είχε διατάξει η γιαγιά μου η Δεββώρα, μητέρα του πατέρα μου, γιατί είχα μείνει ορφανός από πατέρα.

9 Όταν μεγάλωσα, πήρα γυναίκα την Άννα από τους απογόνους της φυλής μας, και απέκτησα μ’ αυτήν τον Τωβία.

10 Αργότερα οδηγήθηκα αιχμάλωτος στη Νινευή. Εκεί όλοι οι συγγενείς μου και όλοι όσοι ανήκαν στη φυλή μου τρέφονταν με τις ίδιες τροφές που τρέφονταν και οι ειδωλολάτρες.

11 Εγώ όμως συγκρατήθηκα και δεν έφαγα απ’ αυτές.

12 Επειδή ήμουν πιστός στο Θεό μ’ όλη μου την καρδιά,

13 ο Ύψιστος με αξίωσε να κερδίσω την εύνοια και την εκτίμηση του βασιλιά Ενεμεσσάρου, ο οποίος και με διόρισε προμηθευτή του.

14 Έτσι ταξίδευα συχνά στη Μηδία για προμήθειες και κάποτε που πήγα στους Ράγους της Μηδίας, άφησα στο Γαβαήλο, αδερφό του Γαβρία, δέκα τάλαντα ασήμι για λογαριασμό μου.