Τωβιτ 10:6-12 TGVD

6 Ο Τωβίτ της έλεγε: «Ησύχασε, μη λες τίποτα· το παιδί είναι καλά».

7 Εκείνη του απαντούσε: «Σώπα, δε με ξεγελάς εμένα· το παιδί μου χάθηκε!» Και πήγαινε κάθε μέρα έξω στο δρόμο, απ’ όπου είχε φύγει ο Τωβίας. Τη μέρα δεν έτρωγε και τη νύχτα δε σταματούσε να θρηνεί το γιο της, μέχρις ότου συμπληρώθηκαν οι δεκατέσσερις μέρες του γάμου, που είχε ορκίσει ο Ραγουήλ τον Τωβία να μείνει εκεί.

8 Τότε είπε ο Τωβίας στο Ραγουήλ: «Άφησέ με να φύγω, γιατί ο πατέρας μου και η μάνα μου θα έχουν χάσει πια κάθε ελπίδα να με ξαναδούν».

9 Ο πεθερός του του είπε: «Μείνε κοντά μου κι εγώ θα στείλω ανθρώπους στον πατέρα σου και θα τον πληροφορήσουν για σένα». «Όχι», λέει ο Τωβίας. «Άφησέ με να πάω στον πατέρα μου».

10 Τότε ο Ραγουήλ σηκώθηκε και του έδωσε τη γυναίκα του τη Σάρρα μαζί με τη μισή περιουσία του, δούλους, ζώα και χρήματα.

11 Ύστερα τους ευλόγησε και τους άφησε να φύγουν λέγοντας: «Παιδιά μου, ο Θεός του ουρανού να σας κάνει ευτυχισμένους, προτού πεθάνω».

12 Και στην κόρη του είπε: «Να σέβεσαι τα πεθερικά σου· αυτοί είναι γονείς σου τώρα. Μακάρι πάντα ν’ ακούω καλά λόγια για σένα». Και τη φίλησε.