1 Έπειτα ο Τωβίτ κάλεσε το γιο του τον Τωβία και του είπε: «Φρόντισε, παιδί μου, να δώσεις το μισθό του κι ακόμα παραπάνω στον άνθρωπο που σε συνόδεψε».
2 Εκείνος του απάντησε: «Πατέρα, δε χάνω κι αν ακόμα του δώσω τα μισά από κείνα που έφερα,
3 γιατί με οδήγησε σ’ εσένα σώο και αβλαβή, γιάτρεψε τη γυναίκα μου, μου βρήκε τα χρήματά μου και θεράπευσε κι εσένα».
4 Ο γέροντας είπε: «Του ανήκουν».
5 Τότε ο Τωβίας κάλεσε τον άγγελο και του είπε: «Πάρε τα μισά απ’ όλα τα χρήματα που έφερες».
6 Ο άγγελος όμως τους κάλεσε και τους δυο ιδιαιτέρως και τους είπε:«Να δοξάσετε το Θεό κι αυτόν να ευχαριστήσετε· τιμήστε τον και διηγηθείτε την καλοσύνη του μπροστά σ’ όλους τους ανθρώπους, για όλα όσα σας έκανε. Αξίζει να δοξάζετε το Θεό και να διακηρύττετε το όνομά του, να φανερώνετε τα έργα του και ποτέ να μην παύετε να τον ευχαριστείτε.