Τωβιτ 2:1-6 TGVD

1 Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μου δόθηκε πίσω η γυναίκα μου η Άννα και ο γιος μου ο Τωβίας. Τη γιορτή της Πεντηκοστής, που είναι άγια μέρα, εφτά εβδομάδες μετά το Πάσχα, μου παρέθεσαν πλούσιο γεύμα και κάθισα στο τραπέζι.

2 Εκεί είδα πολλά φαγητά και είπα στο γιο μου: «Πήγαινε και όποιον βρεις από τους συμπατριώτες μας φτωχό, που να είναι ακόμα πιστός στον Κύριο, φέρε τον εδώ, κι εγώ θα σε περιμένω».

3 Όταν γύρισε ο Τωβίας, μου είπε: «Πατέρα, ένας συμπατριώτης μας είναι στραγγαλισμένος και πεταμένος στην αγορά».

4 Τότε εγώ άφησα το φαγητό μου άθικτο κι έτρεξα, πήρα το πτώμα και το έκρυψα σε μια αποθήκη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος.

5 Όταν γύρισα, πλύθηκα κι έφαγα το φαγητό μου στενοχωρημένος.

6 Τότε θυμήθηκα την προφητεία του Αμώς, που έλεγε: «Θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε κηδείες, και όλα τα γιορταστικά τραγούδια σας σε γοερές κραυγές», και έκλαψα.