Τωβιτ 2:4-10 TGVD

4 Τότε εγώ άφησα το φαγητό μου άθικτο κι έτρεξα, πήρα το πτώμα και το έκρυψα σε μια αποθήκη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος.

5 Όταν γύρισα, πλύθηκα κι έφαγα το φαγητό μου στενοχωρημένος.

6 Τότε θυμήθηκα την προφητεία του Αμώς, που έλεγε: «Θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε κηδείες, και όλα τα γιορταστικά τραγούδια σας σε γοερές κραυγές», και έκλαψα.

7 Όταν βασίλεψε ο ήλιος, πήγα κι άνοιξα έναν τάφο και έθαψα τον νεκρό.

8 Οι γείτονες με περιγελούσαν κι έλεγαν: «Αυτός τίποτα δε φοβάται πια. Πριν αρκετόν καιρό είχε αναγκαστεί να φύγει για να μην τον σκοτώσουν για την ίδια πράξη· και να τον πάλι, θάβει νεκρούς!»

9 Μετά, αφού έθαψα τον νεκρό, γύρισα την ίδια νύχτα και κοιμήθηκα κοντά στον τοίχο της αυλής, γιατί ήμουν μολυσμένος, και άφησα ακάλυπτο το πρόσωπό μου.

10 Δεν ήξερα ότι υπήρχαν σπουργίτια στον τοίχο· κι όταν για μια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έπεσαν μέσα τους ζεστές κοτσιλιές των σπουργιτιών και μου δημιούργησαν λευκά στίγματα. Πήγα στους γιατρούς αλλά δεν μπόρεσαν να με θεραπεύσουν. Ο Αχιάχαρος εξακολούθησε να με συντηρεί, μέχρις ότου πήγα στην Ελυμαΐδα.