Τωβιτ 8:1-7 TGVD

1 Όταν τέλειωσαν το φαγητό, οδήγησαν τον Τωβία στη Σάρρα.

2 Αυτός, όταν μπήκε στο δωμάτιο, θυμήθηκε τα λόγια του Ραφαήλ. Πήρε, λοιπόν, σταχτωμένα κάρβουνα από το θυμιατήρι, έβαλε πάνω την καρδιά του ψαριού και το συκώτι, και τ’ άφησε να βγάλουν καπνό.

3 Όταν το δαιμόνιο ένιωσε τη μυρωδιά, έφυγε στα μέρη της άνω Αιγύπτου και ο άγγελος το έδεσε.

4 Όταν κλείστηκαν και οι δυο στο δωμάτιο, σηκώθηκε ο Τωβίας από το κρεβάτι και είπε: «Σήκω καλή μου να προσευχηθούμε για να μας ελεήσει ο Κύριος».

5 Κι άρχισε να λέει: «Δοξασμένος είσαι, Θεέ των προγόνων μας, και δοξασμένο το άγιο και τιμημένο όνομά σου για πάντα! Ας σε δοξάζουν οι ουρανοί και όλα τα δημιουργήματά σου.

6 Εσύ έπλασες τον Αδάμ και του έδωσες βοηθό και στήριγμα τη γυναίκα του την Εύα· απ’ αυτούς προήλθε το ανθρώπινο γένος. Εσύ είπες, “δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του, ας του κάνουμε ένα σύντροφο όμοιο μ’ αυτόν”.

7 Ξέρεις τώρα, Κύριε, ότι δεν παίρνω τη συγγενή μου αυτή για να ικανοποιήσω ένα παροδικό πάθος αλλά για πραγματική γυναίκα μου. Δείξε μου το έλεός σου και δώσε να γεράσω μαζί της».