10 Στο μεταξύ, ο Ραγουήλ σηκώθηκε και πήγε κι άνοιξε έναν τάφο, γιατί σκέφτηκε: «Λες να πεθάνει κι αυτός;»
11 Μετά γύρισε σπίτι του
12 και είπε στη γυναίκα του την Έδνα: «Στείλε μια από τις δούλες, να δει αν ζει ο Τωβίας. Αν όχι, να τον θάψουμε και κανείς να μην μάθει τίποτε».
13 Η δούλη άνοιξε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο και βρήκε τους νεόνυμφους να κοιμούνται.
14 Βγήκε, λοιπόν, και ανακοίνωσε ότι ζούσε ο Τωβίας.
15 Τότε ο Ραγουήλ δόξασε το Θεό μ’ αυτά τα λόγια: «Σου αξίζει Θεέ να σε δοξολογούν όλοι με καθαρή και αφοσιωμένη καρδιά. Όλοι οι πιστοί σου και τα δημιουργήματά σου ας σε δοξολογούν. Όλοι οι άγγελοί σου και οι εκλεκτοί σου ας σε ευλογούν για πάντα!
16 Δοξασμένος είσαι γιατί με γέμισες χαρά· δε μου συνέβη αυτό που φοβόμουν, αλλά μας συμπεριφέρθηκες με μεγάλη αγάπη.