Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 1:8-14 TGV

8 Τότε της έλεγε ο Ελκανά, ο άντρας της: «Άννα, γιατί κλαις και δεν τρως, γιατί είν’ η καρδιά σου πικραμένη; Δεν αξίζω εγώ για σένα περισσότερο από δέκα γιους;»

9 Μια φορά, αφού είχαν φάει κι είχαν πιει στη Σιλώ, η Άννα σηκώθηκε. Ο ιερέας Ηλεί καθόταν στη θέση του, κοντά στην είσοδο του οίκου του Κυρίου.

10 Η Άννα ήταν πολύ πικραμένη, και προσευχόταν κλαίγοντας στον Κύριο.

11 Έκανε τάμα και είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, αν σκύψεις πάνω από την ταλαιπωρία της δούλης σου, αν δεν με ξεχάσεις και πράγματι μου δώσεις αρσενικό παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα, Κύριε, για όλη του τη ζωή και ξυράφι δε θ’ αγγίξει το κεφάλι του.

12 Ενώ αυτή συνέχιζε να προσεύχεται ενώπιον του Κυρίου, ο Ηλεί παρατηρούσε το στόμα της.

13 Η Άννα μιλούσε από μέσα της· τα χείλη της μόνο κινιόνταν, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν. Έτσι ο Ηλεί την πέρασε για μεθυσμένη.

14 «Ως πότε θα είσαι μεθυσμένη;» της είπε. «Πήγαινε να ξεμεθύσεις».