1 Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι έφυγε, ενώ ο Ιωνάθαν γύρισε στην πόλη.
2 Ο Δαβίδ έφτασε στη Νωβ, στον ιερέα Αχιμέλεχ. Ο Αχιμέλεχ φοβισμένος πήγε να τον προϋπαντήσει. «Γιατί ήρθες μόνος σου, χωρίς συνοδεία;» τον ρώτησε.
3 Ο Δαβίδ του απάντησε: «Με στέλνει ο βασιλιάς. Μου ανέθεσε μια υπόθεση και με διέταξε να μη μάθει κανείς τίποτε γι’ αυτήν. Γι’ αυτό κι εγώ διέταξα τους άντρες μου να με περιμένουν σ’ ένα ορισμένο σημείο.
4 Τώρα, λοιπόν, από τρόφιμα τι έχεις; Δώσε μου πέντε καρβέλια ή ό,τι άλλο σου βρίσκεται».
5 «Δεν έχω κοινό ψωμί», του απάντησε ο ιερέας, «αλλά ψωμί αγιασμένο, αρκεί οι άντρες να έχουν φυλαχτεί καθαροί, τουλάχιστον από γυναίκα».
6 Ο Δαβίδ του απάντησε: «Και βέβαια! Ήταν αδύνατο να πλησιάσουμε γυναίκα από τότε που ξεκινήσαμε, εδώ και τρεις μέρες. Τα σώματα των αντρών μου είναι πάντα καθαρά, έστω κι αν πηγαίνουμε σε μια συνηθισμένη αποστολή. Πολύ περισσότερο σήμερα που έχουμε ειδική αποστολή».
7 Έτσι του έδωσε ο ιερέας το αγιασμένο ψωμί. Δεν υπήρχε εκεί άλλο, εκτός από τους άρτους της προθέσεως, οι οποίοι μόλις είχαν αντικατασταθεί, και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί φρέσκα ψωμιά ενώπιον του Κυρίου.
8 Εκείνη τη μέρα βρισκόταν εκεί στο αγιαστήριο ένας δούλος του Σαούλ, που ονομαζόταν Δωέγ· ήταν Εδωμίτης και αρχηγός των βοσκών του Σαούλ.
9 Ο Δαβίδ είπε στον Αχιμέλεχ: «Μήπως σου βρίσκεται εδώ κανένα ακόντιο ή ξίφος; Δεν πήρα μαζί μου ούτε το ξίφος μου ούτε τα όπλα μου, γιατί η υπόθεση του βασιλιά ήταν κατεπείγουσα».
10 «Είναι το ξίφος του Γολιάθ, του Φιλισταίου», του απάντησε ο ιερέας, «που τον σκότωσες στην Κοιλάδα Ηλά. Το ’χω εδώ τυλιγμένο σ’ έναν μανδύα, πίσω από το εφώδ. Αν θέλεις πάρ’ το. Δεν υπάρχει άλλο εκτός απ’ αυτό».«Δώσ’ μου το», είπε ο Δαβίδ. «Δεν υπάρχει καλύτερο απ’ αυτό».
11 Την ίδια εκείνη μέρα ο Δαβίδ συνέχισε τη φυγή του από το Σαούλ, ώσπου έφτασε στον Αχίς, βασιλιά της Γαθ.
12 Οι αξιωματούχοι του Αχίς είπαν στο βασιλιά τους: «Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, ο βασιλιάς της χώρας του Ισραήλ; Δεν είναι γι’ αυτόν που οι γυναίκες καθώς χόρευαν έλεγαν:Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδεςμα ο Δαβίδ μυριάδες;»
13 Ο Δαβίδ κατάλαβε τη βαρύτητα που είχαν αυτά τα λόγια, κι άρχισε να φοβάται πάρα πολύ τον Αχίς.
14 Έκανε, λοιπόν, τον τρελό μπροστά τους, συμπεριφερόταν σαν ανόητος όταν τον πιάνανε, χάραζε σχήματα πάνω στις πόρτες κι άφηνε το σάλιο του να τρέχει πάνω στα γένεια του.
15 Είπε λοιπόν ο Αχίς στους αξιωματούχους του: «Δε βλέπετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός; Τι μου τον φέρατε;
16 Μήπως έχω ανάγκη από τέτοιους και τον φέρατε για να κάνει τις τρέλες του μπροστά μου; Ήταν ανάγκη να ’ρθεί στο ανάκτορό μου;»