Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 20:2-8 TGV

2 Ο Ιωνάθαν του απάντησε: «Όχι, δε θα σε σκοτώσει. Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα χωρίς πρωτύτερα να μου το πει –ακόμα και την πιο ασήμαντη μικροδουλειά. Γιατί θα μου ’κρυβε κάτι τέτοιο; Δεν είναι δυνατό».

3 «Ξέρει καλά ο πατέρας σου», του λέει ο Δαβίδ, «ότι έχω κερδίσει τη συμπάθειά σου, και θα σκέφτηκε να μη μάθεις εσύ τίποτε για να μη στενοχωρηθείς. Αλλά σε βεβαιώνω, μα τη ζωή του Κυρίου και μα τη ζωή σου, ότι ένα βήμα με χωρίζει από το θάνατο».

4 Ο Ιωνάθαν του είπε: «Εγώ ό,τι θέλεις θα το κάνω για χάρη σου».

5 Κι ο Δαβίδ απάντησε: «Λοιπόν, αύριο είναι νουμηνία κι εγώ κανονικά θα πρέπει να συμμετάσχω στο βασιλικό τραπέζι. Άφησέ με όμως να φύγω και να κρυφτώ στους αγρούς ως το βράδυ της τρίτης μέρας.

6 Αν ο πατέρας σου με αναζητήσει, θα του πεις: “ο Δαβίδ με παρακάλεσε θερμά να πάει εσπευσμένα στην πατρίδα του τη Βηθλεέμ, γιατί ολόκληρη η οικογένειά του προσφέρει ετήσια θυσία εκεί”.

7 Αν ο βασιλιάς πει: “καλά”, τότε ο δούλος σου δε διατρέχω κανέναν κίνδυνο. Αν όμως οργιστεί, τότε να ξέρεις ότι είναι αποφασισμένος να το κάνει το κακό.

8 Κάνε μου αυτήν τη χάρη, σε παρακαλώ, αφού έχουμε συνδεθεί με συμφωνία φιλίας στ’ όνομα του Κυρίου. Αν όμως σε κάτι αμάρτησα, σκότωσέ με εσύ καλύτερα, παρά να με παραδώσεις στον πατέρα σου».