2 Ο Κις είχε έναν γιο που ονομαζόταν Σαούλ και ήταν νέος και ωραίος. Δεν υπήρχε ωραιότερος άνθρωπος απ’ αυτόν ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από κάθε άλλον μέσα σ’ όλο το λαό.
3 Μια μέρα χάθηκαν τα θηλυκά γαϊδούρια του Κις, πατέρα του Σαούλ. Τότε ο Κις είπε στο γιο του: «Πάρε μαζί σου έναν από τους υπηρέτες και πήγαινε να ψάξεις για τα γαϊδούρια».
4 Ο Σαούλ και ο υπηρέτης του πέρασαν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ κι από την περιοχή Σαλισά, αλλά δεν τα βρήκαν. Πέρασαν από την περιοχή Σααλίμ, αλλά δεν ήταν ούτ’ εκεί. Πέρασαν κι από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν και δε βρήκαν τίποτε.
5 Όταν έφτασαν στη χώρα Σουφ, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη που τον συνόδευε: «Πάμε να γυρίσουμε πίσω, γιατί ο πατέρας μου θα πάψει να νοιάζεται για τα γαϊδούρια και θ’ αρχίσει ν’ ανησυχεί για μας».
6 Εκείνος απάντησε: «Στην πόλη αυτή κατοικεί ένας άνθρωπος του Θεού. Τον εκτιμούν όλοι και καθετί που λέει βγαίνει σίγουρα αληθινό. Έλα να πάμε σ’ αυτόν· ίσως μας φανερώσει ποιο δρόμο πρέπει ν’ ακολουθήσουμε για την έρευνά μας».
7 Ο Σαούλ είπε: «Αν πάμε, τι θα προσφέρουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Το ψωμί στα ταγάρια μας τέλειωσε· δεν έχουμε κάποιο δώρο να δώσουμε στον άνθρωπο αυτό του Θεού· τι άλλο έχουμε;»
8 Ο δούλος αποκρίθηκε: «Εδώ έχω ένα τέταρτο του ασημένιου σίκλου· θα το δώσω στον άνθρωπο του Θεού και θα μας φανερώσει το δρόμο μας».