Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 15:1-6 TGV

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Αβεσσαλώμ προμηθεύτηκε μια άμαξα και άλογα, κι έβαλε πενήντα άντρες να τρέχουν μπροστά από την άμαξά του.

2 Σηκωνόταν το πρωί και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη. Κάθε φορά που ερχόταν στο βασιλιά για κρίση κάποιος που είχε μια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ τον καλούσε και τον ρωτούσε: «Από ποια πόλη έρχεσαι;» Εκείνος του απαντούσε: «Ο δούλος σου είμαι από την τάδε φυλή του Ισραήλ».

3 Τότε ο Αβεσσαλώμ τού έλεγε: «Η υπόθεσή σου είναι σωστή και δίκαιη, αλλά κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει εκ μέρους του βασιλιά!

4 Αχ, και να με διόριζαν κριτή σ’ αυτήν τη χώρα! Όλοι όσοι θα είχαν διαφορές ή εκκρεμείς δίκες θα έρχονταν σ’ εμένα κι εγώ θα τους έδινα το δίκιο τους!»

5 Κι αν κανείς τον πλησίαζε για να τον προσκυνήσει, εκείνος άπλωνε το χέρι του, τον έπιανε και τον φιλούσε.

6 Αυτά έκανε ο Αβεσσαλώμ σ’ όλους όσοι πήγαιναν στο βασιλιά για να εκδικάσουν κάποια υπόθεσή τους. Έτσι κέρδιζε τις καρδιές των Ισραηλιτών.