1 Κάποτε ρώτησε ο Δαβίδ: «Έχει απομείνει κανείς από την οικογένεια του Σαούλ; Θέλω να του δείξω την εύνοιά μου για χάρη του Ιωνάθαν».
2 Από την οικογένεια του Σαούλ υπήρχε κάποιος υπηρέτης που ονομαζόταν Σιβά. Τον έφεραν στο Δαβίδ κι ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Σιβά;» «Δούλος σου», απάντησε εκείνος.
3 Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Δεν έχει απομείνει πια κανείς από την οικογένεια του Σαούλ, για να δείξω σ’ αυτόν την αγάπη του Θεού;» Ο Σιβά απάντησε: «Υπάρχει ακόμη ένας γιος του Ιωνάθαν, ανάπηρος από τα πόδια».
4 «Πού βρίσκεται;» ρώτησε ο βασιλιάς. Ο Σιβά είπε: «Είναι στο σπίτι του Μαχίρ, γιου του Αμμιήλ, στη Λο-Δεβάρ».
5 Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε στη Λο-Δεβάρ και τον πήρε από το σπίτι του Μαχίρ, γιου του Αμμιήλ.
6 Όταν ο Μεμφιβοσθέ, γιος του Ιωνάθαν κι εγγονός του Σαούλ, ήρθε στο Δαβίδ, έσκυψε το κεφάλι του και προσκύνησε το βασιλιά. Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Μεμφιβοσθέ;» Κι εκείνος απάντησε: «Δούλος σου!»
7 «Μη φοβάσαι!» του είπε ο Δαβίδ. «Θα σου δείξω την εύνοιά μου για χάρη του Ιωνάθαν, του πατέρα σου, και θα σου επιστρέψω όλα τα χωράφια του Σαούλ, του παππού σου· κι εσύ θα τρως πάντα στο τραπέζι μου».
8 Ο Μεμφιβοσθέ προσκύνησε και είπε: «Ποιος είμαι ο δούλος σου, για να τον φροντίζεις τόσο πολύ; Ένα ψόφιο σκυλί είμαι!»
9 Τότε ο βασιλιάς κάλεσε το Σιβά, τον υπηρέτη του Σαούλ, και του είπε: «Ο,τιδήποτε ανήκει στο Σαούλ και στην οικογένειά του το δίνω στο Μεμφιβοσθέ, το γιο του κυρίου σου.
10 Εσύ, οι γιοι σου και οι δούλοι σου θα καλλιεργείτε για λογαριασμό του τη γη, και θα φέρνεις σ’ αυτόν τα εισοδήματα για να έχει να τρώει. Κι ο ίδιος ο Μεμφιβοσθέ θα τρώει πάντα στο τραπέζι μου».Ο Σιβά είχε δεκαπέντε γιους και είκοσι δούλους.
11 Αυτός απάντησε στο βασιλιά: «Όλα όσα διατάζει ο κύριός μου, ο βασιλιάς, το δούλο του θα τα εκτελέσω». Έτσι ο Μεμφιβοσθέ έτρωγε στο τραπέζι του Δαβίδ σαν ένας από τους γιους του βασιλιά.
12 Ο Μεμφιβοσθέ είχε έναν μικρό γιο που ονομαζόταν Μιχά. Όλοι όσοι κατοικούσαν στο σπίτι του Σιβά ήταν στην υπηρεσία του Μεμφιβοσθέ.
13 Ο ίδιος ήταν ανάπηρος κι από τα δυό του πόδια· εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ κι έτρωγε πάντα στο τραπέζι του βασιλιά.