8 Τον καιρό που ο δούλος σου έμενα στην Γεσούρ, στη Συρία, έκανα τάμα: Αν πράγματι με επαναφέρει ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ, τότε θα του προσφέρω θυσίες στη Χεβρών».
9 Ο βασιλιάς τού είπε: «Πήγαινε στο καλό». Έτσι ο Αβεσσαλώμ κίνησε και πήγε στη Χεβρών.
10 Από ’κει ο Αβεσσαλώμ έστειλε κρυφά ανθρώπους του σ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ και διέδιδε: «Όταν θ’ ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, θα φωνάξετε: “ο Αβεσσαλώμ έγινε βασιλιάς στη Χεβρών!”»
11 Μαζί με τον Αβεσσαλώμ είχαν πάει και διακόσιοι άντρες από την Ιερουσαλήμ, καλεσμένοι του. Αυτοί όμως ήταν ανυποψίαστοι· δεν ήξεραν τίποτα.
12 Ενώ πρόσφερε τις θυσίες, έστειλε στη Γιλών να καλέσουν τον Αχιτόφελ το Γιλωνίτη, σύμβουλο του Δαβίδ. Έτσι η συνωμοσία απέκτησε ισχύ και ο λαός που ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ, γινόταν ολοένα και περισσότερος.
13 Ένας αγγελιοφόρος ήρθε στο Δαβίδ και του είπε: «Οι Ισραηλίτες είναι με το μέρος του Αβεσσαλώμ».
14 Τότε ο Δαβίδ είπε στους αξιωματούχους του, που ήταν μαζί του στην Ιερουσαλήμ: «Σηκωθείτε να φύγουμε, γιατί διαφορετικά δε θα μπορέσουμε να σωθούμε από τον Αβεσσαλώμ. Τρέξτε να γλιτώσουμε! Αυτός δεν θ’ αργήσει να μας προφτάσει· θα μας ρίξει στη δυστυχία και θα κατασφάξει τους κατοίκους της πόλης».