Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 16:7-13 TGV

7 «Φύγε! Φύγε φονιά, κακούργε!» φώναζε, και ξεστόμιζε κατάρες:

8 «Ο Κύριος σε τιμωρεί για τους φόνους που έκανες στην οικογένεια του Σαούλ, που του πήρες το θρόνο! Ο Κύριος παρέδωσε τη βασιλεία στον Αβεσσαλώμ, το γιο σου. Κι εσύ μένεις με την κακία σου, γιατί είσαι φονιάς».

9 Τότε ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας, είπε στο βασιλιά: «Γιατί αυτό το ψοφόσκυλο να βρίζει τον κύριό μου, το βασιλιά; Άσε με, σε παρακαλώ, να πάω να του πάρω το κεφάλι».

10 Ο βασιλιάς, όμως, είπε στον Αβισάι και στον αδερφό του τον Ιωάβ: «Τι δουλειά έχετε εσείς μ’ εμένα, γιοι της Σερουΐας; Αν αυτός με καταριέται επειδή ο Κύριος του είπε να καταραστεί το Δαβίδ, ποιος μπορεί να του ζητήσει το λόγο;»

11 Και πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Αβισάι και στους αξιωματούχους του: «Αφού ο γιος μου, το σπλάχνο μου, ζητάει το θάνατό μου, γιατί όχι κι αυτός ο Βενιαμινίτης; Αφήστε τον να βρίζει· ο Κύριος τον διέταξε.

12 Ίσως ο Κύριος δει τη θλίψη μου και μετατρέψει σε ευλογία τη σημερινή κατάρα του Σιμεΐ».

13 Έτσι ο Δαβίδ και οι άντρες του συνέχισαν το δρόμο τους, ενώ ο Σιμεΐ βάδιζε στην πλαγιά του βουνού δίπλα τους, ξεστομίζοντας κατάρες και πετώντας πέτρες και χώμα.