1 Ο Δαβίδ επιθεώρησε το στρατό που τον ακολουθούσε, και τοποθέτησε επικεφαλής των αντρών χιλίαρχους κι εκατόνταρχους.
2 Τους χώρισε σε τρία μέρη: Το ένα τρίτο υπό τις διαταγές του Ιωάβ, το άλλο τρίτο υπό τις διαταγές του Αβισάι, γιου της Σερουΐας και αδερφού του Ιωάβ, και το άλλο τρίτο υπό τις διαταγές του Ιτταΐ, του Γαθίτη.Ο βασιλιάς τούς ανακοίνωσε: «Θα εκστρατεύσω κι εγώ μαζί σας».
3 Αλλά ο στρατός είπε: «Δεν πρέπει να έρθεις μαζί μας. Αν εμείς τραπούμε σε φυγή ή κι αν ακόμα οι μισοί από μας σκοτωθούν, για τους εχθρούς μας είναι αδιάφορο. Εσύ όμως αξίζεις όσο δέκα χιλιάδες από μας! Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να μείνεις εδώ, στην πόλη και να είσαι έτοιμος να μας βοηθήσεις».
4 Τότε ο βασιλιάς τούς απάντησε: «Θα κάνω ό,τι εσείς νομίζετε σωστό». Έτσι στάθηκε ο βασιλιάς στο πλάι της πύλης της πόλης, ενώ όλος ο στρατός έβγαινε κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες.
5 Τέλος, ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ, στον Αβισάι και στον Ιτταΐ: «Χάρη σάς το ζητάω: μην κάνετε κακό στο νεαρό Αβεσσαλώμ». Κι όλος ο στρατός άκουγε το βασιλιά που έδινε αυτή τη διαταγή στους αρχηγούς, σχετικά με τον Αβεσσαλώμ.