Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 20:11-12-18 TGV

11-12 Ο Αμασά κοιτόταν καταμεσίς του δρόμου μέσα στο αίμα. Ο Ιωάβ είχε βάλει κοντά στο πτώμα έναν από τους άντρες του να φωνάζει προς τους στρατιώτες της φυλής Ιούδα: «Όποιος αγαπάει τον Ιωάβ κι όποιος ανήκει στο Δαβίδ ας ακολουθήσει τον Ιωάβ». Παρατήρησε όμως ο στρατιώτης εκείνος ότι όλοι όσοι περνούσαν από ’κει κοντοστέκονταν. Γι’ αυτό μετέφερε τον Αμασά έξω απ’ το δρόμο, σ’ ένα χωράφι, κι έριξε πάνω του ένα ρούχο.

13 Μετά απ’ αυτό όλοι ακολούθησαν τον Ιωάβ, στην καταδίωξη του Σεβά, γιου του Βιχρί.

14 Ο Σεβά πέρασε από όλες τις φυλές του Ισραήλ ως την πόλη Αβέλ- Βαιθ-Μααχά κι όλοι οι Βιχρίτες συγκεντρώθηκαν και τον ακολούθησαν.

15 Ο στρατός του Ιωάβ ήρθε και τον πολιόρκησε στην πόλη. Κατασκεύασαν γύρω της ανάχωμα που έφτανε ως το προτείχισμα, κι όλοι οι στρατιώτες έσκαβαν κάτω από το τείχος για να το γκρεμίσουν.

16 Τότε μια γυναίκα μυαλωμένη φώναξε από την πόλη: «Ακούστε, ακούστε! Πέστε στον Ιωάβ να πλησιάσει ως εδώ· θέλω να του μιλήσω».

17 Ο Ιωάβ πλησίασε. «Εσύ είσαι ο Ιωάβ;» τον ρώτησε η γυναίκα. «Εγώ είμαι», απάντησε εκείνος. Η γυναίκα τού είπε: «Άκου τα λόγια της δούλης σου». «Ακούω», είπε αυτός.

18 Η γυναίκα συνέχισε: «Τον παλιό καιρό συνήθιζαν να λένε, “πήγαινε πάντως να πάρεις συμβουλή στην Αβέλ” κι έτσι η υπόθεση τακτοποιόταν.