8 Εφύσηξες όλο θυμόκαι τα νερά σωρεύτηκαν·όρθια σαν τείχη στάθηκαν πλήθος τρεχούμενα νερά,και πήξανε οι άβυσσοι στης θάλασσας τα βάθη.
9 Ο εχθρός σκεφτόταν: «Θα ριχτώπίσω τους, θα τους πιάσω·και θα μοιράσω λάφυρα,θα χορτάσει η ψυχή μου.Θα τραβήξω το ξίφος μου, το χέρι μου θα φέρει την καταστροφή τους».
10 Με την πνοή σου φύσηξεςκι η θάλασσα τους σκέπασε·σαν το μολύβι βούλιαξαν στα μανιασμένα τα νερά.
11 Ποιος, Κύριε, απ’ τους θεούςσυγκρίνεται μ’ εσένα;Ποιος είναι σαν εσέναστην αγιοσύνη ένδοξος,στα έργα φοβερόςκαι τεχνουργός θαυμάτων;
12 Τη δεξιά σου άπλωσεςκι η γη τους εκατάπιε.
13 Με την αγάπη σου οδήγησεςτο λαό τούτον που τον λύτρωσες·με την ισχύ σου τους κατεύθυνες στην ιερή σου γη.
14 Οι λαοί τ’ άκουσαν και τρόμαξαν.Φόβος κυρίεψε της Παλαιστίνης τους κατοίκους.