9 Ο εχθρός σκεφτόταν: «Θα ριχτώπίσω τους, θα τους πιάσω·και θα μοιράσω λάφυρα,θα χορτάσει η ψυχή μου.Θα τραβήξω το ξίφος μου, το χέρι μου θα φέρει την καταστροφή τους».
10 Με την πνοή σου φύσηξεςκι η θάλασσα τους σκέπασε·σαν το μολύβι βούλιαξαν στα μανιασμένα τα νερά.
11 Ποιος, Κύριε, απ’ τους θεούςσυγκρίνεται μ’ εσένα;Ποιος είναι σαν εσέναστην αγιοσύνη ένδοξος,στα έργα φοβερόςκαι τεχνουργός θαυμάτων;
12 Τη δεξιά σου άπλωσεςκι η γη τους εκατάπιε.
13 Με την αγάπη σου οδήγησεςτο λαό τούτον που τον λύτρωσες·με την ισχύ σου τους κατεύθυνες στην ιερή σου γη.
14 Οι λαοί τ’ άκουσαν και τρόμαξαν.Φόβος κυρίεψε της Παλαιστίνης τους κατοίκους.
15 Αλαφιαστήκαν οι ηγεμόνες της Εδώμ,τους πολεμάρχους της Μωάβτους έπιασε τρεμούλα·οι κάτοικοι της Χαναάν όλοι παρέλυσαν.