7 Πήγα λοιπόν στον Φάρα, έσκαψα και πήρα το ζωνάρι από το μέρος που το είχα κρύψει· ήταν όμως φθαρμένο και άχρηστο.
8-9 Τότε μου είπε ο Κύριος: «Έτσι θα καταρρακώσω τη δόξα για την οποία περηφανεύονται οι κάτοικοι του Ιούδα, τη μεγάλη περηφάνια της Ιερουσαλήμ.
10 Ο κακός αυτός λαός αρνείται να υπακούσει στα λόγια μου και παρασύρεται απ’ τις αδυναμίες της καρδιάς του· ακολουθεί άλλους θεούς, τους λατρεύει και τους προσκυνά. Γι’ αυτό θα γίνει σαν το άχρηστο ζωνάρι.
11 Αλλά όπως το ζωνάρι τυλίγεται κατάσαρκα στους γοφούς, έτσι ήθελα να προσκολληθεί σ’ εμένα η φυλή του Ισραήλ και η φυλή του Ιούδα», λέει ο Κύριος, «για να είναι λαός μου, το καύχημά μου και να μου προσδίδουν δόξα και τιμή. Αλλά αυτοί δε με υπάκουσαν».
12 Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ με διέταξε: «Πες στο λαό εκ μέρους μου ότι κάθε στάμνα μπορεί να γεμίσει με κρασί. Όταν αυτοί σου απαντήσουν: “το ξέρουμε καλά πως όλες οι στάμνες μπορούν να γεμίσουν με κρασί!”
13 τότε θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος λέω: Θα ποτίσω με κρασί όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας, τους βασιλιάδες που είναι απόγονοι του Δαβίδ, τους ιερείς και τους προφήτες και όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώσπου να μεθύσουν.
14 Θα τους συντρίψω όπως τα σταμνιά, ρίχνοντας τον ένα πάνω στον άλλον, τους πατέρες και τους γιους μαζί. Δε θα τους σπλαχνιστώ, δε θα τους λυπηθώ ούτε και θα τους ελεήσω· θα τους καταστρέψω! Εγώ το λέω, ο Κύριος».