1 Ο Κύριος είπε στον Ιερεμία:
2 «Στάσου στην πόρτα του ναού μου και κήρυξε εκεί το λόγο αυτόν εδώ: Ακούστε του Κυρίου το λόγο όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα, που περνάτε απ’ αυτές τις πύλες για να πάτε να προσευχηθείτε στον Κύριο!
3 Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: Διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τα έργα σας, και τότε θα επιτρέψω να κατοικήσετε στον τόπο αυτό.
4 Μην ξεγελάτε τον εαυτό σας επαναλαμβάνοντας: “ο ναός που κατοικεί ο Κύριος, ο ναός του Κυρίου, ο ναός του Κυρίου είν’ εδώ!”
5 Αν πράγματι διορθώσετε τη συμπεριφορά και τα έργα σας, αν αποδώσετε απόλυτα το δίκαιο ο ένας στον άλλο,
6 αν δεν καταπιέζετε τον ξένο, το ορφανό και τη χήρα, αν πάψετε να θανατώνετε αθώους ανθρώπους εδώ σ’ αυτόν τον τόπο και να λατρεύετε ξένους θεούς, γιατί αυτό θα είναι η καταστροφή σας,
7 τότε εγώ θα κατοικήσω μαζί σας σ’ αυτόν τον τόπο, στη χώρα που έδωσα στους προγόνους σας για πάντα.
8 »Εσείς όμως εξαπατάτε τον εαυτό σας με λόγια ψεύτικα, που απ’ αυτά δεν θα ωφεληθείτε.
9 Κλέβετε και σκοτώνετε, μοιχεύετε κι ορκίζεστε ψέματα· θυμίαμα προσφέρετε στο Βάαλ και λατρεύετε θεούς, που ποτέ δεν τους γνωρίσατε.
10 Κι έπειτα έρχεστε και στέκεστε ενώπιόν μου, στο ναό αυτό που φέρει τ’ όνομά μου και λέτε: “εδώ είμαστε ασφαλείς!” Και συνεχίζετε να κάνετε όλες αυτές τις βδελυρές πράξεις.
11 Τι θαρρείτε πως είναι ο ναός αυτός, που φέρει τ’ όνομά μου; Σπηλιά ληστών; Εντάξει! Τότε κι εγώ θα τον θεωρήσω έτσι.
12 »Πηγαίνετε, λοιπόν, στη Σιλώ, τον τόπο που για πρώτη φορά είχα διαλέξει να λατρεύομαι, και δείτε τι καταστροφή έκανα σ’ αυτόν για τις αμαρτίες του λαού μου, του Ισραήλ.
13 Και τώρα, πάλι κάνατε τα ίδια ανόσια έργα· σας μίλησα ασταμάτητα μα δεν ακούσατε· σας κάλεσα μα δεν αποκριθήκατε.
14 Γι’ αυτό, σ’ ετούτον το ναό που φέρει τ’ όνομά μου κι όπου εσείς αισθάνεστε ασφαλείς, στον τόπο αυτόν που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους σας, θα κάνω τα ίδια που έκανα και στη Σιλώ.
15 Θα σας διώξω από μπροστά μου, όπως έδιωξα και τους αδερφούς σας, όλους τους απογόνους του Εφραΐμ”. Εγώ το λέω, ο Κύριος».
16 «Εσύ, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν! Μη μου φωνάζεις και μη με παρακαλείς· μη με πιέζεις, γιατί δε θα σε ακούσω.
17 Δε βλέπεις τι κάνουν αυτοί στις πόλεις του Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
18 Τα παιδιά μαζεύουν ξύλα, οι πατεράδες ανάβουν τη φωτιά· οι γυναίκες ζυμώνουν το ζυμάρι και φτιάχνουνε γλυκίσματα για τη Βασίλισσα του Ουρανού· σπονδές προσφέρουν σ’ άλλους θεούς, για να κάνουν εμένα να πονέσω.
19 Αλήθεια, εμένα θα κάνουν να πονέσω; Όχι βέβαια, αλλά τον εαυτό τους! Αυτοί θα ντροπιαστούν.
20 Γι’ αυτό λέω εγώ, ο Κύριος, ο Θεός: Θα ξεσπάσει ο φλογερός θυμός μου πάνω σ’ αυτό τον τόπο· πάνω σ’ ανθρώπους και σε ζώα και σε δέντρα και πάνω στους καρπούς της γης· κι όταν ανάψει ο θυμός μου, κανείς δεν θα μπορέσει να τον σβήσει».
21 Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: «Τι μου προσφέρετε ολοκαυτώματα και τα προσθέτετε στις άλλες σας θυσίες; Φάτε τα εσείς όλα τα κρέατα!
22 Όταν εγώ έβγαλα τους προγόνους σας από την Αίγυπτο, δεν τους διέταξα τίποτε για ολοκαυτώματα και για θυσίες.
23 Αλλά τους έδωσα αυτή την εντολή: “υπακούστε σ’ εμένα, και τότε εγώ θα είμαι Θεός σας κι εσείς λαός μου· ακολουθήστε καθ’ όλα το δρόμο που σας καθορίζω, για να είστε ευτυχείς”.
24 Αυτοί όμως δεν υπακούσανε ούτε δώσανε προσοχή αλλά κάνανε εκείνο που τους έλεγε η σκληρή και πονηρή καρδιά τους· μου ’στρεψαν την πλάτη αντί για το πρόσωπο.
25 Από τότε που έβγαλα τους προγόνους σας από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, σας έστελνα αδιάκοπα όλους τους δούλους μου τους προφήτες.
26 Αλλά κανείς σας δεν με άκουσε ούτε με πρόσεξε. Αντισταθήκατε με πείσμα· και πράξατε χειρότερα απ’ τους προγόνους σας.
27 »Αν πας να τους τα πεις όλα αυτά, δε θα σε ακούσουν· αν τους καλέσεις, δε θα σου αποκριθούν.
28 Πες τους, λοιπόν: “είστε έθνος που δεν υπακούει στον Κύριο, το Θεό του, και δε διορθώνεται· για πιστότητα δεν γίνεται πια λόγος. Χάθηκε κι αυτή”».
29 Λαέ της Ιερουσαλήμ, κούρεψε τα μαλλιά σου και πέταξέ τα· θρήνησε πάνω στους λόφους, γιατί είσαι μια γενιά που ο Κύριος οργίστηκε εναντίον της, την απέρριψε και την εγκατέλειψε.
30 «Πράγματι», λέει ο Κύριος, «οι κάτοικοι του βασιλείου του Ιούδα έκαναν μιαρές πράξεις ενώπιόν μου. Έστησαν τα είδωλά τους στο ναό που φέρει τ’ όνομά μου και τον μόλυναν.
31 Στην κοιλάδα Εννόμ καθιέρωσαν ιερόν τόπο, που τον ονόμασαν “Τοφέθ”· εκεί θυσιάζουν τους γιους τους και τις κόρες τους στη φωτιά, πράγμα που εγώ δεν το διέταξα ούτε καν το διανοήθηκα.
32 Γι’ αυτό θα έρθουν μέρες, που η κοιλάδα αυτή δεν θα ονομάζεται πια “Κοιλάδα Εννόμ” ή “Τοφέθ”, αλλά “Φαράγγι της Σφαγής”, γιατί εκεί θα θάβουν τους νεκρούς, επειδή αλλού δε θα υπάρχει τόπος.
33 Και τα πτώματα του λαού αυτού θα είναι τροφή για τα όρνια και τα τσακάλια, που δε θά ’ναι κανείς να τα φοβίσει.
34 Στις πόλεις του Ιούδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ θα κάνω να σωπάσουν οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων, γιατί η χώρα θα ερημωθεί».