4 Με όλα τούτα θα τρομάξουν τα βασίλεια της γης. Αυτή θα είναι η τιμωρία για όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ ο Μανασσής, γιος του Εζεκία και βασιλιάς του Ιούδα».
5 «Ποιος λοιπόν θα σε σπλαχνιστεί, Ιερουσαλήμ;» λέει ο Κύριος. «Ποιος θα σε λυπηθεί και θα ’ρθει να σε ρωτήσει τι κάνεις;
6 Εσύ με αποστράφηκες και μ’ εγκατέλειψες. Γι’ αυτό κι εγώ σε τιμώρησα και σε κατέστρεψα· βαρέθηκα να σε συγχωρώ.
7 Πήγα στις πόλεις της χώρας και τις διασκόρπισα στον αέρα με το λιχνιστήρι. Θανάτωσα τα παιδιά και κατέστρεψα το λαό μου, γιατί δεν άφησαν τον κακό τρόπο που ζούσαν.
8 Έκανα τις χήρες περισσότερες απ’ όση είναι η άμμος στην ακροθαλασσιά. Το μεσημέρι οι μανάδες έμαθαν για τους γιους τους ότι σκοτώθηκαν στη μάχη και ξαφνικά τις κυρίεψε αγωνία και τρόμος.
9 Η γυναίκα που είχε γεννήσει εφτά γιους απέμεινε μόνη· της κόπηκε η ανάσα. Ο ήλιος της βασίλεψε το καταμεσήμερο. Είναι ντροπιασμένη και συντριμμένη. Τους υπόλοιπους όμως που ζουν ως τώρα θα τους παραδώσω στα ξίφη των εχθρών τους», λέει ο Κύριος.
10 Αλίμονο μάνα μου! Γιατί με γέννησες; Όλοι στη χώρα τα βάζουν μαζί μου και με κατακρίνουν. Ούτε δάνεισα ούτε δανείστηκα και όμως όλοι τους με καταριούνται.