4 Και τώρα μου λες: “πατέρα μου, που μ’ αγαπάς από παιδί,
5 δε θα ’σαι αιώνια μαζί μου οργισμένος, δεν είν’ έτσι;” Αυτά είπες, Ισραήλ, αλλά δεν παύεις πεισματικά να κάνεις όσα κακά μπορείς».
6 Την εποχή της βασιλείας του Ιωσία ο Κύριος μου είπε: «Είδες τι έπραξε αυτή η άπιστη γυναίκα, ο Ισραήλ; Πήγε πάνω σε κάθε ψηλό βουνό και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο και πόρνεψε εκεί.
7 Κι αναλογίστηκα: Αφού χορτάσει μ’ όλα αυτά, θα γυρίσει σ’ εμένα· αλλά δε γύρισε. Και τα είδε αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ.
8 Ακόμα είδα και τούτο: ότι ενώ εγώ έδιωξα τον Ισραήλ, την άπιστη γυναίκα, για όλες τις μοιχείες που είχε διαπράξει και της έδωσα το έγγραφο του διαζυγίου, ωστόσο η άλλη άπιστη γυναίκα, ο Ιούδας, δε φοβήθηκε αλλά πήγε και πόρνεψε κι εκείνη.
9 Με την αδιάντροπη πορνεία του μόλυνε τη χώρα και μοίχευε λατρεύοντας λιθάρια και ξύλα.
10 Και μ’ όλα αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ, δεν επέστρεψε σ’ εμένα μ’ όλη του την καρδιά, αλλά προσποιητά. Εγώ το λέω, ο Κύριος».