2 Μετά, όμως, όσο τους καλούσα προς εμέ, τόσο αυτοί απομακρύνονταν. Στο Βάαλ πρόσφεραν θυσίες και μπρος στα είδωλά του καίγαν προσφορές.
3 Εγώ δίδαξα τον Εφραΐμ να περπατάει, τον κράτησα στην αγκαλιά μου, αλλά αυτοί δεν αναγνώρισαν ότι εγώ τους φρόντιζα.
4 »Προσεκτικά τούς οδηγούσα, δεμένος μαζί τους με τα δεσμά της καλοσύνης και της αγάπης. Τους φρόντιζα σαν το γεωργό, που βγάζει το ζυγό απ’ τη γελάδα του, για να μπορεί ελεύθερα να φάει, κι ακόμα ο ίδιος σκύβει για να την ταΐσει.
5 Γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη να επιστρέψουν στη χώρα της Αιγύπτου· οι Ασσύριοι τώρα θα τους κυβερνούν. Αλλά επειδή αρνήθηκαν να γυρίσουν σ’ εμένα,
6 το ξίφος θα θερίζει μες στις πόλεις τους και θα καταστραφούν όσοι εναντίον μου δολοπλοκούν.
7 Και μ’ όλα αυτά ο λαός μου επιμένει ν’ αποστατεί. Φωνάζει, για το ζυγό που τον καταπιέζει, αλλά κανείς δεν βρίσκεται να τους τον πάρει.
8 »Πώς θα μπορούσα να σ’ εγκαταλείψω, Εφραΐμ; Πώς θα μπορούσα να σε καταστρέψω, όπως την Αδαμά, ή να σε κάνω όπως έκανα τη Σεβωίμ; Ραγίζει η καρδιά μου όταν το σκέφτομαι· πονώ για σας.