2 Με αποκαλούν “Θεό τους”, ισχυρίζονται πως με γνωρίζουν, πως είναι ο λαός μου.
3 Ωστόσο ο Ισραήλ απέρριψε ό,τι αγαθό· γι’ αυτό ο εχθρός θα τον τρέψει σε φυγή.
4 Έκαναν βασιλιάδες χωρίς την έγκρισή μου, διόρισαν άρχοντες χωρίς να με ρωτήσουν. Δίνουν το ασήμι τους και το χρυσάφι τους, για να κατασκευάσουν είδωλα –ό,τι πρέπει για να το χάσουν.
5 «Μου προξενεί φρίκη το μοσχάρι σας, κάτοικοι της Σαμάρειας! Άναψε ο θυμός μου εναντίον σας. Ως πότε πια μ’ αυτό το βδέλυγμα θα ζείτε;
6 Τι σχέση έχει ο Ισραήλ μ’ αυτό το πράγμα; Αυτό διόλου δεν είναι θεός· ένας τεχνίτης το ’φτιαξε! Κομμάτια θα γίνει το μοσχάρι της Σαμάρειας.
7 Καθώς το λέει ο λόγος, αυτός που σπέρνει άνεμο, θύελλα θα θερίσει. Καλαμιά δίχως στάχυ δεν δίνει αλεύρι· κι αν μολαταύτα δώσει, ξένοι θα το καταβροχθίσουνε.
8 «Καταβροχθίστηκε ο λαός του Ισραήλ· έγινε τώρα ανάμεσα στα έθνη ένα σκεύος άχρηστο· κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό.