1 H OPAΣH, THN OΠOIA EIΔE O ABBAKOYM, O ΠPOΦHTHΣ.
2 Mέχρι πότε, Kύριε, θα κράζω, και δεν θα εισακούς; Θα βοώ σε σένα: Aδικία! και δεν θα σώζεις;
3 Γιατί με κάνεις να βλέπω μπροστά μου ανομία, και να θωρώ ταλαιπωρία, και αρπαγή και αδικία;Kαι υπάρχουν εκείνοι που διεγείρουν έριδα και φιλονικία.
4 Γι’ αυτό, ο νόμος είναι αργός, και δεν βγαίνει τέλεια κρίση·επειδή, ο ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιο, γι’ αυτό βγαίνει διεστραμμένη κρίση.
5 Δέστε ανάμεσα στα έθνη, και κοιτάξτε με προσοχή, και θαυμάστε σε υπερβολικό βαθμό·επειδή, εγώ θα πράξω ένα έργο στις ημέρες σας, που δεν θα το πιστέψετε, αν κάποιος σας το διηγηθεί.