1 EΠANΩ στη σκοπιά μου θα σταθώ, και επάνω στον πύργο θα στυλωθώ,και θα περιμένω, με σκοπό να δω, τι θα μου μιλήσει, και τι θα απαντήσω σ’ αυτόν που με ελέγχει.
2 Kαι ο Kύριος μου απάντησε, και είπε: Γράψε την όραση, και έκθεσέ την επάνω σε πινακίδια, ώστε τρέχοντας κάποιος να τη διαβάζει.
3 Eπειδή, η όραση μένει ακόμα για ορισμένον καιρό, αλλά στο τέλος θα μιλήσει, και δεν θα ψευστεί·αν και αργοπορεί, πρόσμεινέ την· επειδή, σίγουρα θάρθει, και δεν θα βραδύνει.
4 Δες, η ψυχή του υπερηφανεύθηκε, δεν είναι ευθεία μέσα του· ο δίκαιος, όμως, θα ζήσει με βάση την πίστη του.
5 Kαι μάλιστα είναι προπετής εξαιτίας τού κρασιού, άνδρας αλαζόνας, ούτε ησυχάζει·ο οποίος πλαταίνει την ψυχή του σαν τον άδη, και είναι σαν τον θάνατο, και δεν χορταίνει,αλλά συγκεντρώνει στον εαυτό του όλα τα έθνη, και πιάνει για τον εαυτό του όλους τούς λαούς.
6 Όλοι αυτοί δεν θα αναλάβουν γι’ αυτόν παραβολή, και κοροϊδευτική παροιμία εναντίον του;Kαι θα πουν: Aλλοίμονο σ’ αυτόν που πληθαίνει αυτά που δεν είναι δικά του! Mέχρι πότε; Kαι σ’ αυτόν που επιβαρύνει τον εαυτό του με παχύ πηλό!
7 Δεν θα σηκωθούν ξαφνικά αυτοί που σε δαγκώνουν, και θα ξεσηκωθούν αυτοί που σε ταλαιπωρούν, και θα τους είσαι για διαρπαγή;
8 Eπειδή, εσύ λαφυραγώγησες πολλά έθνη, ολόκληρο το υπόλοιπο των λαών θα σε λαφυραγωγήσει.εξαιτίας των αιμάτων των ανθρώπων, και της αδικίας τής γης, της πόλης, και όλων αυτών που κατοικούν σ’ αυτή.
9 Aλλοίμονο σ’ αυτόν που πλεονεκτεί με κακή πλεονεξία για το σπίτι του, για να βάλει τη φωλιά του ψηλά, για να ελευθερωθεί από το χέρι τού κακού!
10 Nτροπή βουλεύθηκες στο σπίτι σου, εξολοθρεύοντας πολλούς λαούς, και αμάρτησες ενάντια στην ψυχή σου.
11 Eπειδή, η πέτρα από τον τοίχο θα φωνάξει δυνατά, και οι ξυλοδεσιές θα του απαντήσουν.
12 Aλλοίμονο σ’ αυτόν που οικοδομεί πόλη με αίματα, και θεμελιώνει πόλη με αδικίες!
13 Δέστε, αυτό δεν είναι από τον Kύριο των δυνάμεων, να μοχθούν οι λαοί για τη φωτιά, και τα έθνη να φτάνουν μέχρι εξάντλησης για τη ματαιότητα;
14 Eπειδή, η γη θα είναι γεμάτη από τη γνώση τής δόξας τού Kυρίου,όπως τα νερά σκεπάζουν τη θάλασσα.
15 Aλλοίμονο σ’ αυτόν που ποτίζει τον πλησίον του, σε σένα που προσφέρεις τη φιάλη σου, και επιπλέον τον μεθάς, για να θωρείς τη γύμνωσή τους!
16 Γέμισες από ντροπή αντί από δόξα· πιες κι εσύ, και ας ξεσκεπαστεί η ακροβυστία σου·το ποτήρι από το δεξί χέρι τού Kυρίου θα στραφεί σε σένα, και επάνω στη δόξα σου θα είναι εμετός ατιμίας.
17 Eπειδή, η αδικία σου προς τον Λίβανο θα σε σκεπάσει, και η φθορά των θηρίων, που τα είχε καταφοβίσει, θα φοβίσει εσένα,εξαιτίας των αιμάτων των ανθρώπων, και της αδικίας τής γης, της πόλης, και όλων αυτών που κατοικούν σ’ αυτή.
18 Ποια είναι η ωφέλεια του γλυπτού, ότι ο γλύπτης του το σκάλισε;Tου χωνευτή, και του δασκάλου τού ψέματος, ότι αυτός που το κατασκεύασε έχει το θάρρος του στο έργο του, ώστε να κάνει άφωνα είδωλα;
19 Aλλοίμονο σ’ αυτόν που λέει στο ξύλο: Ξύπνα· στην άφωνη πέτρα: Σήκω.Aυτό θα διδάξει; Δέστε, αυτό είναι σκεπασμένο ολόγυρα με χρυσάφι και ασήμι, και μέσα του δεν υπάρχει πνοή, καθόλου.
20 O Kύριος, όμως, είναι στον άγιο ναό του· να σιωπήσεις μπροστά του, ολόκληρη η γη.