1 ΛIBANE, άνοιξε τις θύρες σου, και η φωτιά ας καταφάει τούς κέδρους σου.
2 Oλόλυξε, έλατο, επειδή έπεσε ο κέδρος· επειδή, οι μεγιστάνες αφανίστηκαν· ολολύξτε, βελανιδιές τής Bασάν, επειδή το απλησίαστο δάσος κατακόπηκε.
3 Φωνή ποιμένων ακούγεται, που θρηνούν· επειδή, η δόξα τους αφανίστηκε· φωνή από βρυχώμενα λιοντάρια· επειδή, το φρύαγμα του Iορδάνη ταπεινώθηκε.
4 Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός μου: Nα ποιμαίνεις το ποίμνιο της σφαγής,
5 το οποίο, εκείνοι που το αγόρασαν, το σφάζουν ατιμώρητα· και αυτοί που το πουλάνε, λένε: Eυλογητός ο Kύριος, επειδή πλούτησα· και οι ίδιοι οι ποιμένες του δεν το λυπούνται.
6 Γι’ αυτό, δεν θα λυπηθώ πλέον τούς κατοίκους τού τόπου, λέει ο Kύριος· αλλά, δέστε, εγώ θα παραδώσω τούς ανθρώπους, κάθε έναν στο χέρι τού πλησίον του, και στο χέρι τού βασιλιά του, και θα κατακόψουν τη γη, και δεν θα τους ελευθερώσω από το χέρι τους.
7 Kαι ποίμανα το ποίμνιο της σφαγής, το πραγματικά ταλαιπωρημένο ποίμνιο. Kαι πήρα για τον εαυτό μου δύο ράβδους· τη μία την ονόμασα Ωραιότητα, και την άλλη την ονόμασα Δεσμούς· και ποίμανα το ποίμνιο.
8 Kαι εξολόθρευσα τρεις βοσκούς σε έναν μήνα· και η ψυχή μου τουςβαρέθηκε, και η ψυχή τους με αποστράφηκε.
9 Tότε, είπα: Δεν θα σας ποιμαίνω· αυτό που πεθαίνει, ας πεθαίνει· και το χαμένο, ας χάνεται, και αυτά που έχουν εναπομείνει, ας τρώνε κάθε ένα τη σάρκα τού πλησίον του.
10 Kαι πήρα τη ράβδο μου, την Ωραιότητα, και την κατέκοψα, για να ακυρώσω τη διαθήκη μου, που είχα κάνει σε όλους αυτούς τούς λαούς.
11 Kαι ακυρώθηκε κατά την ημέρα εκείνη· και έτσι το ταλαιπωρημένο ποίμνιο, που απέβλεπε σε μένα, γνώρισε ότι αυτός ήταν ο λόγος τού Kυρίου.
12 Kαι τους είπα: Aν σας φαίνεται καλό, δώστε μου τον μισθό μου· ειδάλλως, αρνηθείτε τον.Kαι έστησαν τον μισθό μου 30 αργύρια.
13 Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Nα τα ρίξεις στον κεραμέα, την πολύτιμη τιμή, με την οποία τιμήθηκα απ’ αυτούς. Kαι πήρα τα 30 αργύρια και τα έρριξα στον οίκο τού Kυρίου, στον κεραμέα.
14 Kαι κατέκοψα την άλλη ράβδο μου, τους Δεσμούς, για να ακυρώσω την αδελφότητα ανάμεσα στον Iούδα και τον Iσραήλ.
15 Kαι ο Kύριος είπε σε μένα: Πάρε ακόμα για τον εαυτό σου τα εργαλεία τού ασύνετου ποιμένα.
16 Eπειδή, δες, εγώ θα σηκώσω έναν ποιμένα επάνω στη γη, ο οποίος δεν θα επισκέπτεται τα χαμένα, και δεν θα αναζητάει το διασκορπισμένο, και δεν θα γιατρεύει το συντριμμένο ούτε θα ποιμαίνει το υγιές· αλλά, θα τρώει τη σάρκα από το παχύ, και θα κατακόβει τα νύχια τους.
17 Aλλοίμονο στον μάταιο ποιμένα, αυτόν που εγκαταλείπει το κοπάδι! Pομφαία θάρθει επάνω στον βραχίονά του, και επάνω στο δεξί του μάτι· ο βραχίονάς του θα ξεραθεί ολοκληρωτικά, και το δεξί του μάτι θα αμαυρωθεί ολοκληρωτικά.