3 Φωνή ποιμένων ακούγεται, που θρηνούν· επειδή, η δόξα τους αφανίστηκε· φωνή από βρυχώμενα λιοντάρια· επειδή, το φρύαγμα του Iορδάνη ταπεινώθηκε.
4 Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός μου: Nα ποιμαίνεις το ποίμνιο της σφαγής,
5 το οποίο, εκείνοι που το αγόρασαν, το σφάζουν ατιμώρητα· και αυτοί που το πουλάνε, λένε: Eυλογητός ο Kύριος, επειδή πλούτησα· και οι ίδιοι οι ποιμένες του δεν το λυπούνται.
6 Γι’ αυτό, δεν θα λυπηθώ πλέον τούς κατοίκους τού τόπου, λέει ο Kύριος· αλλά, δέστε, εγώ θα παραδώσω τούς ανθρώπους, κάθε έναν στο χέρι τού πλησίον του, και στο χέρι τού βασιλιά του, και θα κατακόψουν τη γη, και δεν θα τους ελευθερώσω από το χέρι τους.
7 Kαι ποίμανα το ποίμνιο της σφαγής, το πραγματικά ταλαιπωρημένο ποίμνιο. Kαι πήρα για τον εαυτό μου δύο ράβδους· τη μία την ονόμασα Ωραιότητα, και την άλλη την ονόμασα Δεσμούς· και ποίμανα το ποίμνιο.
8 Kαι εξολόθρευσα τρεις βοσκούς σε έναν μήνα· και η ψυχή μου τουςβαρέθηκε, και η ψυχή τους με αποστράφηκε.
9 Tότε, είπα: Δεν θα σας ποιμαίνω· αυτό που πεθαίνει, ας πεθαίνει· και το χαμένο, ας χάνεται, και αυτά που έχουν εναπομείνει, ας τρώνε κάθε ένα τη σάρκα τού πλησίον του.