1 Ὕστερα μοῦ ἐδόθηκε ἕνα καλάμι ὅμοιο μὲ ραβδὶ καὶ μοῦ εἶπαν, «Σήκω καὶ μέτρησε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦν ἐκεῖ,
2 ἀλλὰ τὴν ἐξωτερικὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ νὰ τὴν ἐξαιρέσῃς. Μὴ τὴν μετρήσῃς, διότι ἐδόθηκε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς καὶ θὰ καταπατήσουν τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ἐπὶ σαράντα δύο μῆνες.
3 Καὶ θὰ δώσω ἐντολὴν εἰς τοὺς δύο μάρτυράς μου νὰ προφητεύσουν ἐπὶ χιλίας διακοσίας ἑξῆντα ἡμέρας, ντυμένοι μὲ σάκκους».
4 Αὐτοὶ εἶναι αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ δύο λυχνίαι, ποὺ βρίσκονται ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον τῆς γῆς,
5 καὶ ἂν κανεὶς θέλῃ νὰ τοὺς βλάψῃ, βγαίνει φωτιὰ ἀπὸ τὸ στόμα των καὶ κατατρώγει τοὺς ἐχθρούς των· ἔτσι πρέπει νὰ σκοτωθῇ ὅποιος θελήσῃ νὰ τοὺς βλάψῃ.