10 Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θὰ χαροῦν διὰ τὸν θάνατόν τους καὶ θὰ εὐφρανθοῦν καὶ θὰ στείλουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον δῶρα, διότι οἱ δύο αὐτοὶ προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς.
11 Καὶ μετὰ τὰς τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρας πνοὴ ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμπῆκε μέσα τους καὶ στάθηκαν εἰς τὰ πόδια τους, καὶ φόβος μεγάλος κατέλαβε ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔβλεπαν.
12 Τότε ἄκουσα φωνὴν δυνατὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ποὺ τοὺς ἔλεγε, «Ἀνεβῆτε ἐδῶ». Καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὸν οὐρανόν, μέσα σὲ σύννεφο, καὶ οἱ ἐχθροί των τοὺς εἶδαν.
13 Κατ᾽ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ δέκατον τῆς πόλεως ἔπεσε καὶ ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸν σεισμὸν ἑπτὰ χιλιάδες· οἱ λοιποὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ.
14 Τὸ δεύτερον οὐαὶ ἐπέρασε· τὸ τρίτον οὐαὶ ἔρχεται γρήγορα.
15 Τότε ἐσάλπισε ὁ ἕβδομος ἄγγελος καὶ ἀκούσθησαν φωναὶ δυναταὶ εἰς τὸν οὐρανὸν αἱ ὁποῖαι ἔλεγαν, «Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ἔγινε βασιλεία τοῦ Κυρίου μας καὶ τοῦ Χριστοῦ του καὶ θὰ βασιλεύσῃ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
16 Καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, ποὺ ἦσαν ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, καθήμενοι εἰς τοὺς θρόνους των, ἔπεσαν κάτω μὲ τὰ πρόσωπά των καὶ προσκύνησαν τὸν Θεὸν