5 καὶ ἂν κανεὶς θέλῃ νὰ τοὺς βλάψῃ, βγαίνει φωτιὰ ἀπὸ τὸ στόμα των καὶ κατατρώγει τοὺς ἐχθρούς των· ἔτσι πρέπει νὰ σκοτωθῇ ὅποιος θελήσῃ νὰ τοὺς βλάψῃ.
6 Αὐτοὶ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ κλείσουν τὸν οὐρανὸν γιὰ νὰ μὴ πέσῃ βροχὴ κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς προφητείας των. Ἔχουν ἐπίσης ἐξουσίαν νὰ μεταβάλουν τὰ νερὰ εἰς αἷμα καὶ νὰ πατάξουν τὴν γῆν μὲ οἱανδήποτε πληγήν, ὅταν τὸ θελήσουν.
7 Ἀλλ᾽ ὅταν τελειώσουν τὴν μαρτυρίαν των, τὸ θηρίον ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσον θὰ κάνῃ πόλεμον ἐναντίον των καὶ θὰ τοὺς νικήσῃ καὶ θὰ τοὺς σκοτώσῃ.
8 Τὰ πτώματά των θὰ ἀφεθοῦν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἡ ὁποία ἀλληγορικῶς καλεῖται Σόδομα καὶ Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριός των ἐσταυρώθηκε.
9 Καὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς λαούς, τὰς φυλάς, τὰς γλώσσας καὶ τὰ ἔθνη θὰ βλέπουν τὰ πτώματά των ἐπὶ τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρες καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψουν νὰ ταφοῦν σὲ μνῆμα.
10 Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θὰ χαροῦν διὰ τὸν θάνατόν τους καὶ θὰ εὐφρανθοῦν καὶ θὰ στείλουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον δῶρα, διότι οἱ δύο αὐτοὶ προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς.
11 Καὶ μετὰ τὰς τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρας πνοὴ ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμπῆκε μέσα τους καὶ στάθηκαν εἰς τὰ πόδια τους, καὶ φόβος μεγάλος κατέλαβε ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔβλεπαν.