5 καὶ δὲν εὑρέθηκε ψεῦδος εἰς τὸ στόμα τους, διότι εἶναι ἄμεμπτοι.
6 Ὕστερα εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ πετᾷ εἰς τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα αἰώνιον χαρμόσυνον ἄγγελμα νὰ κηρύξῃ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς γῆς, εἰς κάθε ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν,
7 καὶ ἔλεγε μὲ φωνὴν δυνατήν, «Φοβηθῆτε τὸν Θεὸν καὶ δοξάστε τον, διότι ἦλθε ἡ ὥρα νὰ κάνῃ κρίσιν· προσκυνῆστε ἐκεῖνον ποὺ ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰς πηγὰς τῶν νερῶν».
8 Καὶ ἄλλος ἄγγελος, δεύτερος, ἀκολούθησε καὶ ἔλεγε, «Ἔπεσε, ἔπεσε ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ ὁποία ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ πάθους τῆς πορνείας της».
9 Καὶ ἄλλος ἄγγελος, τρίτος, τοὺς ἀκολούθησε καὶ ἔλεγε μὲ φωνὴν δυνατήν, «Ὅποιος προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα του καὶ ἔχει τὸ σημάδι χαραγμένο εἰς τὸ μέτωπόν του ἢ εἰς τὸ χέρι του,
10 θὰ πιῇ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ πού, ἀνόθετο, περιέχεται εἰς τὸ ποτήρι τῆς ὀργῆς του, καὶ θὰ βασανισθῇ μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἀρνίον.
11 Καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ των θὰ ἀνεβαίνῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων καὶ δὲν θὰ ἔχουν ἀνάπαυσιν ἡμέραν καὶ νύχτα ὅσοι προσκυνοῦν τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα του καὶ ὅποιος ἔχει τὸ χαραγμένο σημάδι τοῦ ὀνόματός του».