1 Ὕστερα ἄκουσα δυνατὴν φωνὴν ἀπὸ τὸν ναὸν νὰ λέγῃ εἰς τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους, «Πηγαίνετε καὶ χύσατε τὶς ἑπτὰ φιάλες τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν γῆν».
2 Καὶ ἔφυγε ὁ πρῶτος ἄγγελος καὶ ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὴν γῆν· τότε ἦλθε μία ἄσχημη καὶ κακοήθης πληγὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὸ σημάδι τοῦ θηρίου καὶ προσκυνοῦσαν τὴν εἰκόνα του.
3 Ὁ δεύτερος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔγινε σὰν αἷμα νεκροῦ ἀνθρώπου, καὶ κάθε ζωντανὸ ὂν εἰς τὴν θάλασσαν ἐπέθανε.
4 Ὁ τρίτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν νερῶν καὶ ἔγιναν αἷμα.
5 Καὶ ἄκουσα τὸν ἄγγελον τῶν νερῶν νὰ λέγῃ, «Δίκαιος εἶσαι εἰς τὰς κρίσεις σου, σὺ ὁ Ὅσιος ποὺ ὑπάρχεις καὶ ὑπῆρχες,
6 διότι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἔχυσαν, καὶ αἷμα τοὺς ἔδωκες νὰ πιοῦν· τοὺς ἀξίζει».