11 καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ διὰ τοὺς πόνους των καὶ τὰ ἕλκη των ἀλλὰ δὲν μετενόησαν διὰ τὰς πράξεις των.
12 Ὁ ἕκτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὸν ποταμὸν τὸν μεγάλον, τὸν Εὐφράτην· καὶ ἐξεράθηκαν τὰ νερά του, διὰ νὰ ἑτοιμασθῇ ὁ δρόμος διὰ τοὺς βασιλεῖς ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν.
13 Ὕστερα εἶδα νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δράκου, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θηρίου καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ψευδοπροφήτου τρία ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ ἦσαν σὰν βάτραχοι.
14 Αὐτὰ εἶναι πνεύματα δαιμονικὰ ποὺ κάνουν σημεῖα, καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς βασιλεῖς ὅλης τῆς οἰκουμένης διὰ νὰ τοὺς συγκεντρώσουν εἰς τὸν πόλεμον τῆς Ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
15 (Ἰδού, ἔρχομαι σὰν κλέφτης· μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ ἔχει τὰ ἐνδύματά του, διὰ νὰ μὴ περπατῇ γυμνὸς καὶ βλέπουν τὴν ἀσχημίαν του).
16 Καὶ τοὺς συγκέντρωσαν εἰς τὸν τόπον, ὁ ὁποῖος καλεῖται ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών.
17 Ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἐβγῆκε φωνὴ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θρόνον, ἡ ὁποία εἶπε, «Ἐτελείωσε».