14 τὰ στρατεύματα τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ἔνδυμα λινὸν λευκόν, καθαρόν, τὸν ἀκολουθοῦσαν ἐπάνω εἰς ἵππους λευκούς.
15 Ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε ρομφαία δίστομη κοφτερή, διὰ νὰ πατάξῃ μὲ αὐτὴν τὰ ἔθνη. Αὐτὸς θὰ τοὺς ποιμάνῃ μὲ ράβδον σιδερένια καὶ θὰ πατήσῃ τὸ πατητῆρι ποὺ βγάζει τὸ κρασὶ τῆς μεγάλης ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
16 Ἐπάνω εἰς τὸ ἔνδυμα καὶ εἰς τὸν μηρόν του ἔχει ὄνομα γραμμένον, «Βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ Κύριος τῶν κυρίων».
17 Ὕστερα εἶδα ἕνα ἄγγελον νὰ στέκεται εἰς τὸν ἥλιον καὶ ἐφώναξε μὲ φωνὴν δυνατὴν εἰς ὅλα τὰ ὄρνεα ποὺ πετοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, «Ἐμπρός! Συγκεντρωθῆτε εἰς τὸ μεγάλο δεῖπνον τοῦ Θεοῦ,
18 διὰ νὰ φᾶτε σάρκας βασιλέων καὶ στρατηγῶν καὶ πολεμιστῶν καὶ σάρκας ἵππων καὶ τῶν ἀναβατῶν καὶ σάρκας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐλευθέρων καὶ δούλων, μικρῶν καὶ μεγάλων».
19 Ὕστερα εἶδα τὸ θηρίον καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ στρατεύματά των συγκεντρωμένα διὰ νὰ κάνουν πόλεμον ἐναντίον τοῦ ἀναβάτου τοῦ ἵππου καὶ τοῦ στρατεύματός του.
20 Καὶ ἐπιάσθηκε τὸ θηρίον καὶ μαζί του ὁ ψευδοπροφήτης ποὺ ἔκανε τὰ θαύματα ἐμπρός του, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπλάνησε ἐκείνους ποὺ εἶχαν πάρει τὸ χαραγμένο σημάδι τοῦ θηρίου καὶ προσκυνοῦσαν τὴν εἰκόνα του. Ἐρρίχθηκαν καὶ οἱ δύο ζωντανοὶ εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς ποὺ ἔκαιε μὲ θειάφι.